Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2013
Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2013
Πέμπτη 27 Ιουνίου 2013
Τρίτη 4 Ιουνίου 2013
Ο ΧΟΡΟΣ ΤΟΥ ΖΑΛΟΓΓΟΥ- ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΗΓΗΤΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Η πρόσφατη αναφορά της βουλευτού της ΔΗΜΑΡ, Μαρίας Ρεπούση (κλικ εδώ για το βιογραφικό) στον «Χορό του Ζαλόγγου» προκάλεσε νέα αντιπαράθεση μεταξύ του «ορθόδοξου» και «αναθεωρητικού» στρατοπέδου με περισσότερο πολιτικά παρά ιστορικά ελατήρια.
«Μύθοι» και «αλήθειες» για το Ζάλογγο
Στα αποσπάσματα που ακολουθούν καταγράφονται συνολικά 9 ιστορικές ή περιηγητικές αναφορές στο Ζάλογγο αλλά και το Σούλι. Κάποιες συμφωνούν μεταξύ τους, άλλες είναι εκ διαμέτρου αντίθετες. Υπάρχουν εδώ από λυρικά έως εντελώς αιρετικά σχόλια.
Για εξαγωγή ασφαλούς συμπεράσματος ως προς την ιστορική αλήθεια, δεν ενδείκνυνται. Δεν αρκούν επίσης για να γεφυρώσουν το χάσμα από την «ιερή αγανάκτηση» ως τον καταναγκασμό της
αιρετικότητας. Ικανές είναι μόνον να μάς υπομνήσουν ότι οι διαφορές στην ιστορική καταγραφή είναι τόσο παλιές όσο και η ιστορία. Που, εν παρόδω ας ειπωθεί, δεν χωράει σε κανένα σχολικό εγχειρίδιο και ούτε εμπεδώνεται σε γιορτές.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ
Στις αρχές του 1803 η κατάσταση των Σουλιωτών επιδεινώθηκε. Ο Αλής είχε περισφίξει στενά το Σούλι και οι πολιορκημένοι υπέφεραν από έλλειψη τροφής και πολεμοφοδίων. Συγχρόνως ο πονηρός πασάς εκμεταλλεύτηκε τις εσωτερικές έριδες των αντιπάλων του, για να διασπάσει την ενότητά τους. Έστειλε λοιπόν τον Κίτσο Μπότσαρη στο Σούλι με προτάσεις συνδιαλλαγής, υπό τον όρο να αντικαταστήσει αυτός τον Φώτο Τζαβέλα στην αρχηγία. Ο Φώτος οργισμένος από τις προτάσεις αυτές εγκατέλειψε το χωριό του.
Αργότερα όμως δέχτηκε να συζητήσει με τον Αλή νέους όρους συνδιαλλαγής. Προϋπόθεση των συζητήσεων μες τους πολιορκημένους αυτή τη φορά ήταν ότι θα γινόταν ο Φώτος αρχηγός των Σουλιωτών. Αποτέλεσμα αυτής της τακτικής του Αλή ήταν να αποτύχουν οι διαπραγματεύσεις και να απομακρυνθούν και οι δύο ικανοί πολέμαρχοι Από το Σούλι.
Με τη βοήθεια ενός Σουλιώτη προδότη, του Πήλιου Γούση, ο Αλής κατέλαβε τη στρατηγική θέση του χωριού Αβαρίκο και κύκλωσε τους Σουλιώτες. Μερικοί τότε κατέφυγαν στον Λόφο του Κούγκι, όπου βρίσκονταν πολλά γυναικόπαιδα από την αρχή της πολιορκίας, και άλλοι στον λόφο της Μπίρας. Από τις οχυρές αυτές θέσεις οι πολιορκημένοι απέκρουσαν με σθένος τις επιθέσεις των Αλβανών. Στον λόφο του Κούγκι είχε κατασκευάσει ο θρυλικός μοναχός Σαμουήλ ένα μικρό φρούριο, από όπου αμύνονταν οι 400 περίπου υπερασπιστές του λόφου, ενώ η περισσότερο απόκρημνη Μπίρα αποτελούσε οχυρό απόρθητο για τους επιτιθέμενους.
Την 1η Νοεμβρίου η θέση των Σουλιωτών ήταν τραγική. Ένα μήνα αργότερα, την 1η Δεκεμβρίου, ο αντιπρόσωπος της Ρωσίας στην Επτάνησο Πολιτεία Μοτσενίγος έλαβε διαταγή από τον Ρώσο καγκελάριο κόμη Βοροντσώφ να δαπανήσει όσα χρειάζονταν για τη διάσωση του Σουλίου. Ήταν όμως πια πολύ αργά. Εξαντλημένοι από την πείνα, τις κακουχίες και από τις αρρώστιες, ορισμένοι άνδρες της φρουράς έκαναν γιουρούσι με τα γιαταγάνια στο χέρι, διέσπασαν τον κλοιό των πολιορκητών και σώθηκαν, ενώ οι υπόλοιποι, ύστερα από απελπισμένη άμυνα μερικών ημερών, παραδόθηκαν με τον όρο να αποσυρθούν με τα όπλα τους ελεύθεροι εκεί όπου θα επιθυμούσαν (12 Δεκεμβρίου 1803). Ο καλόγερος όμως Σαμουήλ, που με πέντε συντρόφους του είχαν μείνει τελευταίοι για να παραδώσουν την αποθήκη τροφίμων και πολεμοφοδίων του Κούγκι, έβαλε φωτιά και ανατινάχτηκε στον αέρα μαζί με πολλούς άνδρες του Αλή πασά.
Ο Αλής, που θεώρησε μετά από το γεγονός αυτό τον εαυτό του αποδεσμευμένο από τους όρους της συνθήκης, διέταξε επίθεση εναντίον των Σουλιωτών που έφευγαν προς την Πάργα και το χωριό Ζάλογγο. Η ομάδα που κατευθυνόταν προς την Πάργα κατάφερε πολεμώντας σκληρά να φτάσει στον προορισμό της, όμως οι 100 οικογένειες που είχαν καταφύγει στο Ζάλογγο αντιμετώπιζαν και πάλι τη μανία των Αλβανών. Ένα σώμα υπό τον Κίτσο Μπότσαρη επέτυχε να διασπάσει τις γραμμές των πολιορκητών, οι υπόλοιποι όμως σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν. Είκοσι δύο γυναίκες και 6 άνδρες αυτοκτόνησαν πέφτοντας μαζί με τα παιδιά τους από το ψηλότερο μέρος του βουνού στο βάραθρο. Κυνηγημένοι όσοι επέζησαν, αφού – κατά διαταγή του Αλή – δεν τους δέχτηκαν οι Παργινοί, πέρασαν απέναντι στην Κέρκυρα με το πένθος στις ψυχές τους για τους νεκρούς, για τους σκλάβους συγγενείς τους και για τη χαμένη πατρίδα τους.
ΓΙΑΝΝΗ ΚΟΡΔΑΤΟΥ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ
«Γιατί όμως τον κακολογούνε (σσ: τον Αλή) οι Έλληνες ιστορικοί; Τον κακολογούν γιατί από το 1821 και ύστερα οι πιο πολλοί Ηπειρώτες και κυρίως οι Σουλιώτες, όπως είπαμε, του έψαλλαν όσα σέρνει η σκούπα.
Θα ρωτήσει όμως κανείς: δεν είναι σωστό ότι ο Αλής χτύπησε τους Σουλιώτες με τον πιο σκληρό τρόπο; Σωστό είναι, αλλά τι ήταν οι Σουλιώτες; Η απάντηση είναι ότι ήταν κλέφτες που ρήμαζαν τα γύρω χωριά.
Το Σούλι ήταν μια βουνίσια περιοχή που βρίσκεται ανάμεσα στα βουνά Μούργκε (υψ. 1340) Ζεβρούχο (υψ. 1317) και Τούρλιας (υψ. 1082) και στο μέρος που ενώνεται ο Αχέροντας ποταμός με τον Τσαγκαραδιώτικο. Τα βουνά αυτά λέγονταν στα παλιά χρόνια της Κασιόπης.
Οι Σουλιώτες ήταν χριστιανοί Αρβανίτες από τη φυλή των τσάμηδων. Κατά το 17ο αιώνα πήγαν και εγκαταστάθηκαν στο Σούλι (Το Σούλι είναι λέξη αρβανίτικη και σημαίνει δοκός (πάτερο) και στύλος). Στην αρχή ήταν κτηνοτρόφοι. Εκείνο όμως που έχει σημασία είναι ότι δεν είχαν ακόμα ξεπεράσει την αρχέγονη «οργάνωση του γένους». Όπως και οι Μανιάτες ήταν χωρισμένοι σε φάρες (=πατριές) και όλες οι πατριές αποτελούσαν μίαν αμοσπονδία. (Ελληνικά δεν ήξεραν καθόλου.
Όταν αναγκάζονταν να αλληλογραφούν με τον Αλή και με άλλους χριστιανούς πρόκριτους και Τούρκους, είχαν γραμματικούς που τους έγραφαν τα γράμματα. Το ότι δεν ήξεραν την ελληνική πιστοποιείται από το ότι ο Μάρκος Μπότσαρης στην Κέρκυρα το 1809 άρχισε να μαθαίνει τα ελληνικά. Έφτιαξε μάλιστα και ένα λεξικό «της ρομαϊκοίς και αρβανητικοίς απλής». Το χειρόγραφο ήταν ανέκδοτο και φωτοτυπωμένο κυκλοφόρησε το 1926 από το αλβανικό περιοδικό «Diturija», στο Kalendar Kombar με την επιμέλεια του Kristo Luarasi. Το λεξικό το έφτιαξεν ο Μπότσαρης για να μάθουν οι φίλοι και συγγενείς του την απλή ελληνική).
Ο δημοκρατισμός τους για τον οποίο κάνουν λόγο οι αστοί ιστορικοί αντανακλούσε την πρωτόγονη εοργάνωση του γένους και όχι νεώτερες δημοκρατικές αντιλήψεις.
Οι πιο γνωστές φάρες ήταν οι Μποτσαραίοι, οι Τζαβελαίοι, οι Φωτομαραίοι, οι Σεχαίοι, οι Δαγκλήδες, οι Κουτσονίκηδες, οι Μπουσμηναίοι και άλλοι.
Ο μεγαλύτερος συνοικισμός, που ήταν σα να πούμε η πρωτεύουσα, ήταν το Σούλι. Άλλοι συνοικισμοί γνωστοί ήταν η Κιάφα, το Αβαρίκο και η Σαμωνίβα. Όλοι αυτοί οι συνοικισμοί ήταν στα ψηλώματα και γύρω τους ήταν φαράγγια.
Κοντά στην Κιάφα ήταν μια βουνοκορφή που λεγόταν Κιούγκι. Ήταν οχυρωμένο και είχε και εκκλησία.
Η γύρω στο Σούλι περιοχή ήταν φτωχότοπος, γι’ αυτό οι Σουλιώτες όταν με τον καιρό πλήθαιναν – έφτασαν τις 10 ή 12 χιλιάδες ψυχές, άρχισαν τις αρπαγές και τις ληστείες. Ήταν οπλισμένοι και κατέβαιναν στις γύρω περιοχές και τις ρήμαζαν.
«Κανένας – λέει ο Περραιβός – καμμίαν τέχνην ή πραγματείαν δεν μεταχειρίζεται παρά όλη τους η γύμνασις παιδιόθεν είναι εις τα άρματα. Με αυτά τρώγουν, με αυτά κοιμούνται και με αυτά ξυπνούν» («Ιστορία Σουλίου», εκδ. 1956, σ. 60).
Με το να είναι οπλισμένοι έγιναν ο φόβος και ο τρόμος των Τούρκων και χριστιανών αγροτών και κτηνοτρόφων. Γι’ αυτό οι Σουλιώτες θεωρούντανε ληστές και το Σούλι οι Ηπειρώτες το έλεγαν Κακοσούλι.
Το κακό μάλιστα παράγινε στο τέλος του 18ου αιώνα.
«Κατά το έαρ του 1791 – γράφει ο Τρύφ. Ευαγγελίδης – οι Σουλιώται εξήλθον των ορεινών αυτών άντρων και ήρχισαν τας εργασίας αυτών λεηλατούντες και ερημώνοντες τα χωρία Μαργαρίτι και Παραμυθιά. Αι επιδρομαί αυτών τοσούτον εξηπλώθησαν, ώστε μετά της κάτω Αλβανίας εμπόριον διεκόπη ολοκλήρως, και ήτο αδύνατον να περάση τις τας προς δυσμάς της κοιλάδος των Ιωαννίνων διόδους, χωρίς πολυαρίθμου συνοδείας την οποίαν εκείνοι (οι Σουλιώτες) πολλάκις κατέστρεφον. Έλαβον και ικανήν τόλμην να εκτείνωσι τας διαρπαγάς αυτών μέχρι των στενών του Πίνδου και δεν επέστρεψαν εις την ιδίαν των περιοχήν, ειμή ότε εβιάσθησαν υπό του χειμώνος. Κατά τας επιδρομάς ταύτας εγένοντο ένοχοι βαναύσων καταχρήσεων, ελεηλάτουν και φίλους και εχθρούς, και περιεπλέχθησαν εις έριδας μετά των οπλαρχηγών των αρματωλών των Τσουμέρκων και του Βάλτου…» («Ιστορία του Αλή Πασά», Αθήναι 1896, σ. 182-183)
Έχουμε ακόμα μαρτυρίες πως επέβαλαν σε 112 χωριά φόρο.
Ήταν φυσικό οι χριστιανοί και Τούρκοι αγρότες να διαμαρτυρηθούν όχι μόνο στον πασά της Ηπείρου, αλλά και στο Σουλτάνο και να ζητήσουν να τιμωρηθούν οι Σουλιώτες και ν’ αναγκαστούν να μην πατούν και ρημάζουν τα χωριά και τα χωράφια τους.
Ο Σουλτάνος άμα έμαθε τα κλέφτικα φερσίματα των Σουλιωτών, πρόσταξε τους τοπάρχες της Ηπείρου να χτυπήσουν τους Σουλιώτες.
Πριν του Αλή έγιναν πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις στα χρόνια 1732, 1754, 1759, 1762, 1772 και 1775. Όμως οι Τούρκοι δεν μπόρεσαν ν’ ανέβουν στα κρησφύγετα των Σουλιωτών και αναγκάστηκαν σ’ όλες αυτές τις εκστρατείες να γυρίσουν πίσω χωρίς αποτελέσματα.
Όταν διορίστηκε πασάς στα Γιάννενα ο Αλής οργάνωσε και αυτός εκστρατείες κατά των Σουλιωτών, το 1791 και 1792, αλλά την έπαθε. Ύστερα όμως από δέκα χρόνια, το 1802, εκστράτευσε με πολύ στρατό και τους ανάγκασε να συνθηκολογήσουν.
Την άλλη χρονιά, το 1803, βλέποντας οι Σουλιώτες πως δεν μπορούσαν πια να μείνουν στο Σούλι, γιατί ο Αλής ήταν αποφασισμένος να τους εξοντώσει, χωρίστηκαν σε δύο ομάδες και εκείνοι που είχαν αρχηγό τον Τζαβέλλα πήγαν στην Πάργα, οι άλλοι που είχαν επικεφαλής τον Κουτσονίκα όταν έφτασαν στο Ζάλογγο, χτυπήθηκαν από τον Αλή που τους έστησε καρτέρι και ύστερα από μάχη σκοτώθηκαν πολλοί.
Από τότε ξανάσαναν οι αγρότες και άρχισαν άφοβα να καλλιεργούν τα χωράφια και αμπέλια τους, γιατί οι Σουλιώτες άλλοι είχαν περάσει στα Εφτάνησα και άλλοι πήγαν στη Ρούμελη και στο Πήλιο.
Οι Σουλιώτες λοιπόν τους «πολέμους» τους με τον Αλή δεν τους έκαναν «εμπνευσμένοι από τον πόθον της ελευθερίας». Το αίσθημα της εθνικής συνείδησης στα χρόνια εκείνα ήταν ολότελα άγνωστο σ’ αυτούς.
Αυτή είναι η ιστορική αλήθεια.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΩΝ/ΝΟΥ ΠΑΠΑΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ (Αναφορά για το Σούλι)
Εν καιρώ ειρήνης οι Σουλιώται επλήρωναν εις την Πύλην τον συνήθη των ραγιάδων φόρον, ο έστι το χαράτζι εις χρήματα, και πλην τούτου το δέκατον των ποιμνίων αυτών, του βουτύρου και του τυρού. Ενταυτώ όμως εισέπραττον την αυτήν δεκάτην και το αυτό χαράτζι από των κατακτηθέντων, επληρώνοντο και ιδίαν χρηματικήν εισφοράν υπό των γειτόνων αγάδων και πασάδων, ίνα μη λεηλατώσι τα κτήματα αυτών. Αλλ’ είναι περιττόν να προσθέσωμεν, ότι σπανίως διετελούν εν ειρήνη, μάλιστα αφ’ ης η ηγεμονία της Ηπείρου περιήλθεν εις χείρας του Αλή πασά.
Όθεν ο βίος των Σουλιωτών ουδέποτε απέβη βιομηχανικός ή εμπορικός ή λόγιος, όπως ο βίος των άλλων ελληνικών κοινοτήτων. Το κύριον αυτών ενασχόλημα ήτο ο πόλεμος ή η προς πόλεμον Παρασκευή. «Κανένας καμμίαν τέχνην ή πραγματείαν δεν μεταχειρίζεται, λέγει ο Περραιβός περί αυτών, παρά όλη τους η γύμνασις παιδιόθεν είναι εις τα άρματα, με αυτά τρώγουν, με αυτά κοιμούνται και μ’ αυτά ξυπνούν. Ουδέ περί την γεωργίαν ησχολούντο, αλλά ετρέφοντο, ως προείπομεν, δια της εργασίας των 60 υποκειμένων χωρίων. Όθεν πάσα αύτη η συμπολιτεία ωμοίαζε πολύ προς το αρχαίον σπαρτιατικόν πολίτευμα, αι δε σχέσεις μεταξύ των 11 αρχικών χωρίων και των κυριευθέντων 60, ανακαλούσι παραδόξως εις την μνήμην ημών τας μεταξύ Σπαρτιατών και περιοίκων σχέσεις.
Ήσαν δε οι Σουλιώται κράμα Ελλήνων και εξελληνισθέντων Αλβανών και εις των επιφανέστερων γόνων του συνοικεσίου των δύο φυλών του από της 14ης εκατονταετηρίδος αρξαμένου και τελουμένου μέχρι της σήμερον. Η αλβανική εκράτυνε το μάχιμον της ελληνικής πνεύμα, η δε ελληνική ενεφύσησεν εις την αλβανική τα ευγενέστατα ασισθήματα της φιλοπατρίας, της φιλομαθείας και της ευνομίας. Τα δύο κάλλιστα προϊόντα του συνδυασμού τούτου υπήρξαν οι Σουλιώται επί της Στερεάς, οι Υδραίοι και οι Σπετσιώται κατά θάλασσαν. Αλλ’ εάν οι Σπετσιώται και οι Υδραίοι κατά πρώτον εκλείσθησαν εν τη τελευταία επαναστάσει, οι Σουλιώται οίτινες έβαψαν εν αυτή διά του αίματός των τοσαύτα ένδοξα πεδία της μάχης, είχον, καθάπερ γνωρίζομεν ήδη, αναγγείλει προ καιρού το τι ηδύναντο να πράξωσι.
Στην ελληνική έκδοση της Wikipedia περιλαμβάνονται επίσης οι εξής αναφορές:
Αναφορά Μπαρτόλντι
Πρώτος που κατέγραψε το γεγονός αυτό, ήταν ο Πρώσος περιηγητής και διπλωμάτης Ιάκωβος Μπαρτόλντυ, ελσονπου έτυχε την εποχή εκείνη (1803-1804) να βρίσκεται στα Ιωάννινα. Η έστω και πολύ περιληπτική αναφορά του στο γεγονός κρίνεται περισσότερο αντικειμενική, με δεδομένο ότι δεν ήταν και τόσο ευνοϊκός προς τους Έλληνες, ούτε όμως και με τον Αλή Πασά, που όμως δεν τον εμπόδισε να τονίσει τη γενναιότητα των Σουλιωτών, αλλά και την αγριότητα των τμημάτων του Αλή Πασά. Στην αναφορά του εκείνη στο έργο του «Ταξίδιον εις την Ελλάδα 1803 – 1804», (δημοσιεύτηκε στη γερμανική το 1805, και σε γαλλική μετάφραση το 1807), σημειώνει (σε ελεύθερη μετάφραση):
“Καμιά εκατοστή απ΄ αυτούς τους δυστυχισμένους είχαν αποτραβηχτεί βόρεια της Πρέβεζας στο Μοναστήρι του Ζαλόγγου. Τους επιτέθηκαν εκεί θεωρώντας ότι τάχα αυτή η τοποθεσία, πράγματι ισχυρή, θα μπορούσε να τους προσφέρει ένα νέο τόπο μόνιμης διαμονής, όπου και η σφαγή που ακολούθησε υπήρξε φρικτή. Τριάντα εννέα γυναίκες γκρεμίστηκαν από τα βράχια με τα παιδιά τους που μερικά ακόμη βύζαιναν.”
Σημειώνεται η αναφορά για “39″ γυναίκες που “γκρεμίστηκαν”, με τα παιδιά τους χωρίς να διασαφηνίζεται αν ήταν αυτοκτονία, ή θηριωδία.
Αναφορά Ληκ
Δεύτερος που κατέγραψε το γεγονός, περισσότερο λεπτομερώς, ήταν ο Άγγλος στρατιωτικός, περιηγητής και αρχαιολόγος, Γουλιέλμος Μαρτίνος Ληκ, από πληροφορίες που συνέλεξε το 1805, ως αντιπρόσωπος της Αγγλίας στα Ιωάννινα, τις οποίες συμπεριέλαβε στο σύγγραμμά του “Περιήγηση στη Β. Ελλάδα”. Στην αναφορά του αυτή σημειώνει:
“Περίπου 100 οικογένειες είχαν αποτραβηχτεί στο μέρος αυτό από το Σούλι και την Κιάφα, με συνθήκες και ζούσαν στο λόφο ανενόχλητες ώσπου έπεσε το Κούγκι. Τότε επειδή τάχα η περιοχή αυτή ήταν περισσότερη οχυρή ξαφνικά τους επιτέθηκαν με διαταγή του Βεζίρη. Όταν η κατάσταση έγινε απελπιστική ο Κίτσος Μπότσαρης και ένα τμήμα του διέφυγαν. Από τους υπολοίπους, 150 σκλαβώθηκαν και 25 κεφάλια στάλθηκαν στον Αλβανό Μπουλούκμπαση στην Καμαρίνα που διεύθυνε τις επιχειρήσεις, 6 άνδρες και 22 γυναίκες ρίχτηκαν από τα βράχια από το ψηλότερο σημείο του γκρεμνού, προτιμώντας έτσι παρά να πέσουν ζωντανοί στα χέρια των εχθρών τους. Πολλές γυναίκες, που είχαν παιδιά τις είδαν να τα ρίχνουν με δύναμη προτού εκείνες κάνουν το μοιραίο πήδημα “.
Στη δεύτερη ιστορικά αυτή αναφορά γίνεται σαφής λόγος για αυτοκτονία και βρεφοκτονία, ενώ προστίθενται 6 άνδρες, ο δε αριθμός των γυναικών περιορίζεται στις 22, χωρίς να γίνεται και εδώ μνεία για χορό. Σημειώνεται όμως ότι το σύγγραμμα αυτό δημοσιεύτηκε 33 χρόνια αργότερα, το 1835, επί Βασιλείας του Όθωνα.
Αναφορά Χόλαντ
Tο 1815 ο Χ. Χόλαντ εκδίδει σύγγραμμα με εντυπώσεις του από την Ελλάδα του 1812-13, κάνοντας επιγραμματικά λόγο μόνο για τη βρεφοκτονία στο σχετικό περιστατικό:
«…λέγεται σαν πραγματική ιστορία, πως μια ομάδα Σουλιώτισσες, μαζεύτηκαν σ΄ ένα από τα κοντινά στο Σαράι βάραθρα και έριξαν εκεί τα βρέφη τους για να μη γίνουν σκλάβοι του εχθρού».
Στη τρίτη αυτή αναφορά του περιστατικού, αναφέρεται μόνο η βρεφοκτονία. Με το όνομα Σαράι φέρεται ένα παλαιό πυργόκαστρο που υπήρχε στη περιοχή, κοντά στη Μονή του Ζαλόγγου.
Αναφορά Χ. Περραιβού
Τον ίδιο όμως χρόνο, το 1815, (έξι χρόνια πριν την επανάσταση του 21), δημοσιεύεται και η πρώτη ελληνική αναφορά στο περιστατικό που περιλαμβάνεται στη δεύτερη έκδοση της “Ιστορίας του Σουλίου και της Πάργας” του Χριστόφορου Περρραιβού που τυπώθηκε στη Βενετία, που αποτελεί και την πρώτη ουσιαστικά ελληνική πηγή του γεγονότος.
Κατ΄ αυτή, όταν τα στρατεύματα του Αλή απέτυχαν και την φορά αυτή να αιχμαλωτίσουν τους Σουλιώτες που όδευαν προς την Πάργα, και παρά τις συνομολογήσεις που είχαν κάνει μαζί τους, αφού ξεκουράστηκαν επί τριήμερο, επιτέθηκαν ξαφνικά στο Ζάλογγο όπου διαβιούσαν όσοι Σουλιώτες είχαν συνθηκολογήσει νωρίτερα με τον Αλή Πασά, αναφέροντας σχετικά…
«τότε εγνώρισαν ο Κουτσιονίκας και ο Κίτσιο Μπότσαρης την συνηθισμένην αντιπληρωμήν όπου δίδει ο Βεζίρης εις τους πιστούς του προδότας, πλην η μετάνοια τότε ήτο ανωφελής. Άρχισαν μ΄ όλον τούτο και αντεμάχοντο μεγαλοψύχως, δεν είχαν όμως τα αναγκαία ν΄ αντισταθούν περισσότερον από δύο ημέρας. Αι γυναίκες δε κατά την δευτέραν ημέραν βλέπουσαι ταύτην τη κτηνώδη περίστασιν, εσυνάχθησαν έως εξήκοντα, επάνω εις έναν πετρώδη κρημνόν. Εκεί εσυμβουλεύθησαν και απεφάσισαν ότι καλύτερα να ριφθούν κάτω από τον κρημνόν διά να αποθάνουν, πάρεξ να παραδοθούν διά σκλάβες εις χείρας των Τούρκων. Όθεν αρπάξαντες με τας ιδίας των χείρας τα άκακα και τρυφερά βρέφη, τα έρριπτον κάτω εις τον κρημνόν. Έπειτα αι μητέρες πιάνοντας η μία με την άλλη τα χέρια τους άρχισαν και εχόρευαν, χορεύουσαι δε επηδούσαν ευχαρίστως μίαν κατόπιν της άλλης από τον κρημνόν. Μερικαί όμως δεν απέθανον, επειδή έπιπτον επάνω εις τα παιδία των και τους συντρόφους, των οποίων τα σώματα ήταν καρφωμένα πάνω εις τες μυτερές πέτρες του κρημνού».
Στην πρώτη αυτή ελληνική καταγραφή του περιστατικού σημειώνεται αφενός ο αριθμός των γυναικών, στο περίπου, “έως 60″, και ότι προηγουμένως “εσυμβουλεύθησαν”, (με την κυριολεκτική ερμηνεία της λέξης), όπου κατόπιν συμβουλίου αποφάσισαν πλέον συνειδητά τη βρεφοκτονία και τη δική τους στη συνέχεια αυτοκτονία. Και ενώ αναφέρεται εδώ πρώτη φορά ο “χορός”, δεν προσδιορίζεται η ημερομηνία. Παράλληλα γίνεται μνεία περί της προδοσίας που είχε σχετικά σημειωθεί, για την οποία οι προδότες αναγνωρίζουν το σφάλμα τους, πολεμώντας γενναία, πλην όμως αυτό όπως αποδείχθηκε το πλήρωσαν περισσότερο τα γυναικόπαιδα. Στην επόμενη έκδοση του έργου αυτού, το 1857, απαλείφθηκε το περιστατικό της προδοσίας και η λεπτομέρεια του χορού η δε αναφορά στο γεγονός είναι ψυχρή χωρίς συναισθηματικά στοιχεία.
Αναφορά Πουκεβίλ
Το 1820 ο Γάλλος περιηγητής Φραγκίσκος Πουκεβίλ που διέμενε 10 και πλέον χρόνια στην αυλή του Αλή Πασά, εκδίδει τους 3 πρώτους τόμους του έργου του Ταξίδι στην Ελλάδα. Στο 3ο τόμο περιλαμβάνει το επεισόδιο ως ακολούθως (ελεύθερη απόδοση)
«…τις γυναίκες τις γκρέμισαν από τα ύψη των βουνών στις αβύσσους του Αχέροντα, τα παιδιά πουλήθηκαν στα παζάρια.»
Εδώ γίνεται σαφής αναφορά για θηριωδία και όχι για βρεφοκτονία ούτε και για αυτοκτονία. Τον επόμενο όμως χρόνο που εκδίδονται οι άλλοι τόμοι περιλαμβάνεται το γεγονός με περισσότερη λεπτομέρεια:
«Ηρωικό θάρρος εξήντα γυναικών, που κινδύνευαν να παραδοθούν στη σκλαβιά των Τούρκων. Ρίχνουν τα παιδιά τους πάνω στους πολιορκητές σαν να ήταν πέτρες έπειτα, πιάνοντας το τραγούδι του θανάτου και κρατώντας η μια το χέρι της άλλης, ρίχτηκαν στο βάθος της αβύσσου, όπου τα κομματιασμένα πτώματα των παιδιών τους δεν άφηναν μερικές να συναντήσουν το Χάρο, όπως θα το ήθελαν.»
Στη νεότερη αυτή αναφορά περιλαμβάνεται πλέον ο χορός 60 γυναικών καθώς και η βρεφοκτονία και αυτοκτονία τους, που ταυτίζεται με την αναφορά του Περραιβού, με επιπλέον μια σημείωση ημερομηνίας στο περιθώριο: 22 Δεκεμβρίου 1803 (π. ημερ.).
Αναφορά Κλ. Φωριέλ
To 1823 ο Γάλλος ιστορικός ακαδημαϊκός Κλωντ Φωριέλ συγκεντρώνει τα υπομνήματα των τραγουδιών που θα εκδώσει το επόμενο καλοκαίρι του 1824. Σ΄ αυτά ο Φωριέλ αναφερόμενος στη 2η μέρα εκείνης της μάχης φαίνεται ν΄ ακολουθεί πιστά τον Περραιβό προσθέτοντας πολλές παραστατικές λεπτομέρειες:
«..ήταν ακόμα αβέβαιη, όταν εξήντα γυναίκες, βλέποντας πως στο τέλος θα σκοτώνονταν οι δικοί τους, μαζεύονται σ΄ ένα απότομο ψήλωμα στον γκρεμό, που στη μία πλευρά του ανοιγόταν ένα βάραθρο και στο βάθος του το ρέμα άφριζε ανάμεσα στους μυτερούς βράχους που γέμιζαν τις όχθες και τη κοίτη του. Εκεί αναλογίζονται τι έχουν να κάνουν, για να μη πέσουν στα χέρια των Τούρκων, που τους φαντάζονται κιόλας να τις κυνηγούν. Αυτή η απελπισμένη συζήτηση στάθηκε σύντομη, και η απόφαση που ακολούθησε ήταν ομόγνωμη. Οι περισσότερες απ΄ αυτές τις γυναίκες ήταν μητέρες, αρκετά νέες, και είχαν μαζί τα παιδιά τους, άλλες στο βυζί ή στην αγκαλιά, άλλες τα κρατούσαν από το χέρι. Η κάθε μια πήρε το δικό της, το φίλησε για τελευταία φορά και το έριξε ή το έσπρωξε γυρνώντας το κεφάλι στον διπλανό γκρεμό. Όταν δεν είχαν πια παιδιά να γκρεμίσουν, πιάστηκαν από τα χέρια και άρχισαν ένα χορό, γύρω – γύρω, όσο πιο κοντά γινόταν στην άκρη του γκρεμού και η πρώτη απ΄ αυτές, αφού χόρεψε μια βόλτα φτάνει στην άκρη, ρίχνεται και κυλιέται από βράχο σε βράχο ως κάτω στο φοβερό βάραθρο. Ωστόσο ο κύκλος, ή ο χορός συνεχίζει να γυρνάει, και σε κάθε βόλτα μια χορεύτρια αποκόβεται με τον ίδιο τρόπο, ως την εξηκοστή. Λένε πως από κάποιο θαύμα, μία απ΄ αυτές τις γυναίκες δεν σκοτώθηκε πέφτοντας».[5]
Η λεπτομερής αυτή περιγραφή του Χορού του Ζαλόγγου, με τις εξήντα γυναίκες προσέδωσε μια ιδιαίτερη χρονικά αυτοτέλεια με μια παράλληλη πληρότητα αυτοθυσίας, αντί αυτοκτονίας, εξαίρετης συγκίνησης και θαυμασμού με διεθνή πλέον εμβέλεια που και κυριάρχησε σ΄ όλες τις μετέπειτα ιστορικές αναφορές.http://www.ethnos.gr
Η πρόσφατη αναφορά της βουλευτού της ΔΗΜΑΡ, Μαρίας Ρεπούση (κλικ εδώ για το βιογραφικό) στον «Χορό του Ζαλόγγου» προκάλεσε νέα αντιπαράθεση μεταξύ του «ορθόδοξου» και «αναθεωρητικού» στρατοπέδου με περισσότερο πολιτικά παρά ιστορικά ελατήρια.
«Μύθοι» και «αλήθειες» για το Ζάλογγο
Στα αποσπάσματα που ακολουθούν καταγράφονται συνολικά 9 ιστορικές ή περιηγητικές αναφορές στο Ζάλογγο αλλά και το Σούλι. Κάποιες συμφωνούν μεταξύ τους, άλλες είναι εκ διαμέτρου αντίθετες. Υπάρχουν εδώ από λυρικά έως εντελώς αιρετικά σχόλια.
Για εξαγωγή ασφαλούς συμπεράσματος ως προς την ιστορική αλήθεια, δεν ενδείκνυνται. Δεν αρκούν επίσης για να γεφυρώσουν το χάσμα από την «ιερή αγανάκτηση» ως τον καταναγκασμό της
αιρετικότητας. Ικανές είναι μόνον να μάς υπομνήσουν ότι οι διαφορές στην ιστορική καταγραφή είναι τόσο παλιές όσο και η ιστορία. Που, εν παρόδω ας ειπωθεί, δεν χωράει σε κανένα σχολικό εγχειρίδιο και ούτε εμπεδώνεται σε γιορτές.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ
Στις αρχές του 1803 η κατάσταση των Σουλιωτών επιδεινώθηκε. Ο Αλής είχε περισφίξει στενά το Σούλι και οι πολιορκημένοι υπέφεραν από έλλειψη τροφής και πολεμοφοδίων. Συγχρόνως ο πονηρός πασάς εκμεταλλεύτηκε τις εσωτερικές έριδες των αντιπάλων του, για να διασπάσει την ενότητά τους. Έστειλε λοιπόν τον Κίτσο Μπότσαρη στο Σούλι με προτάσεις συνδιαλλαγής, υπό τον όρο να αντικαταστήσει αυτός τον Φώτο Τζαβέλα στην αρχηγία. Ο Φώτος οργισμένος από τις προτάσεις αυτές εγκατέλειψε το χωριό του.
Αργότερα όμως δέχτηκε να συζητήσει με τον Αλή νέους όρους συνδιαλλαγής. Προϋπόθεση των συζητήσεων μες τους πολιορκημένους αυτή τη φορά ήταν ότι θα γινόταν ο Φώτος αρχηγός των Σουλιωτών. Αποτέλεσμα αυτής της τακτικής του Αλή ήταν να αποτύχουν οι διαπραγματεύσεις και να απομακρυνθούν και οι δύο ικανοί πολέμαρχοι Από το Σούλι.
Με τη βοήθεια ενός Σουλιώτη προδότη, του Πήλιου Γούση, ο Αλής κατέλαβε τη στρατηγική θέση του χωριού Αβαρίκο και κύκλωσε τους Σουλιώτες. Μερικοί τότε κατέφυγαν στον Λόφο του Κούγκι, όπου βρίσκονταν πολλά γυναικόπαιδα από την αρχή της πολιορκίας, και άλλοι στον λόφο της Μπίρας. Από τις οχυρές αυτές θέσεις οι πολιορκημένοι απέκρουσαν με σθένος τις επιθέσεις των Αλβανών. Στον λόφο του Κούγκι είχε κατασκευάσει ο θρυλικός μοναχός Σαμουήλ ένα μικρό φρούριο, από όπου αμύνονταν οι 400 περίπου υπερασπιστές του λόφου, ενώ η περισσότερο απόκρημνη Μπίρα αποτελούσε οχυρό απόρθητο για τους επιτιθέμενους.
Την 1η Νοεμβρίου η θέση των Σουλιωτών ήταν τραγική. Ένα μήνα αργότερα, την 1η Δεκεμβρίου, ο αντιπρόσωπος της Ρωσίας στην Επτάνησο Πολιτεία Μοτσενίγος έλαβε διαταγή από τον Ρώσο καγκελάριο κόμη Βοροντσώφ να δαπανήσει όσα χρειάζονταν για τη διάσωση του Σουλίου. Ήταν όμως πια πολύ αργά. Εξαντλημένοι από την πείνα, τις κακουχίες και από τις αρρώστιες, ορισμένοι άνδρες της φρουράς έκαναν γιουρούσι με τα γιαταγάνια στο χέρι, διέσπασαν τον κλοιό των πολιορκητών και σώθηκαν, ενώ οι υπόλοιποι, ύστερα από απελπισμένη άμυνα μερικών ημερών, παραδόθηκαν με τον όρο να αποσυρθούν με τα όπλα τους ελεύθεροι εκεί όπου θα επιθυμούσαν (12 Δεκεμβρίου 1803). Ο καλόγερος όμως Σαμουήλ, που με πέντε συντρόφους του είχαν μείνει τελευταίοι για να παραδώσουν την αποθήκη τροφίμων και πολεμοφοδίων του Κούγκι, έβαλε φωτιά και ανατινάχτηκε στον αέρα μαζί με πολλούς άνδρες του Αλή πασά.
Ο Αλής, που θεώρησε μετά από το γεγονός αυτό τον εαυτό του αποδεσμευμένο από τους όρους της συνθήκης, διέταξε επίθεση εναντίον των Σουλιωτών που έφευγαν προς την Πάργα και το χωριό Ζάλογγο. Η ομάδα που κατευθυνόταν προς την Πάργα κατάφερε πολεμώντας σκληρά να φτάσει στον προορισμό της, όμως οι 100 οικογένειες που είχαν καταφύγει στο Ζάλογγο αντιμετώπιζαν και πάλι τη μανία των Αλβανών. Ένα σώμα υπό τον Κίτσο Μπότσαρη επέτυχε να διασπάσει τις γραμμές των πολιορκητών, οι υπόλοιποι όμως σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν. Είκοσι δύο γυναίκες και 6 άνδρες αυτοκτόνησαν πέφτοντας μαζί με τα παιδιά τους από το ψηλότερο μέρος του βουνού στο βάραθρο. Κυνηγημένοι όσοι επέζησαν, αφού – κατά διαταγή του Αλή – δεν τους δέχτηκαν οι Παργινοί, πέρασαν απέναντι στην Κέρκυρα με το πένθος στις ψυχές τους για τους νεκρούς, για τους σκλάβους συγγενείς τους και για τη χαμένη πατρίδα τους.
ΓΙΑΝΝΗ ΚΟΡΔΑΤΟΥ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ
«Γιατί όμως τον κακολογούνε (σσ: τον Αλή) οι Έλληνες ιστορικοί; Τον κακολογούν γιατί από το 1821 και ύστερα οι πιο πολλοί Ηπειρώτες και κυρίως οι Σουλιώτες, όπως είπαμε, του έψαλλαν όσα σέρνει η σκούπα.
Θα ρωτήσει όμως κανείς: δεν είναι σωστό ότι ο Αλής χτύπησε τους Σουλιώτες με τον πιο σκληρό τρόπο; Σωστό είναι, αλλά τι ήταν οι Σουλιώτες; Η απάντηση είναι ότι ήταν κλέφτες που ρήμαζαν τα γύρω χωριά.
Το Σούλι ήταν μια βουνίσια περιοχή που βρίσκεται ανάμεσα στα βουνά Μούργκε (υψ. 1340) Ζεβρούχο (υψ. 1317) και Τούρλιας (υψ. 1082) και στο μέρος που ενώνεται ο Αχέροντας ποταμός με τον Τσαγκαραδιώτικο. Τα βουνά αυτά λέγονταν στα παλιά χρόνια της Κασιόπης.
Οι Σουλιώτες ήταν χριστιανοί Αρβανίτες από τη φυλή των τσάμηδων. Κατά το 17ο αιώνα πήγαν και εγκαταστάθηκαν στο Σούλι (Το Σούλι είναι λέξη αρβανίτικη και σημαίνει δοκός (πάτερο) και στύλος). Στην αρχή ήταν κτηνοτρόφοι. Εκείνο όμως που έχει σημασία είναι ότι δεν είχαν ακόμα ξεπεράσει την αρχέγονη «οργάνωση του γένους». Όπως και οι Μανιάτες ήταν χωρισμένοι σε φάρες (=πατριές) και όλες οι πατριές αποτελούσαν μίαν αμοσπονδία. (Ελληνικά δεν ήξεραν καθόλου.
Όταν αναγκάζονταν να αλληλογραφούν με τον Αλή και με άλλους χριστιανούς πρόκριτους και Τούρκους, είχαν γραμματικούς που τους έγραφαν τα γράμματα. Το ότι δεν ήξεραν την ελληνική πιστοποιείται από το ότι ο Μάρκος Μπότσαρης στην Κέρκυρα το 1809 άρχισε να μαθαίνει τα ελληνικά. Έφτιαξε μάλιστα και ένα λεξικό «της ρομαϊκοίς και αρβανητικοίς απλής». Το χειρόγραφο ήταν ανέκδοτο και φωτοτυπωμένο κυκλοφόρησε το 1926 από το αλβανικό περιοδικό «Diturija», στο Kalendar Kombar με την επιμέλεια του Kristo Luarasi. Το λεξικό το έφτιαξεν ο Μπότσαρης για να μάθουν οι φίλοι και συγγενείς του την απλή ελληνική).
Ο δημοκρατισμός τους για τον οποίο κάνουν λόγο οι αστοί ιστορικοί αντανακλούσε την πρωτόγονη εοργάνωση του γένους και όχι νεώτερες δημοκρατικές αντιλήψεις.
Οι πιο γνωστές φάρες ήταν οι Μποτσαραίοι, οι Τζαβελαίοι, οι Φωτομαραίοι, οι Σεχαίοι, οι Δαγκλήδες, οι Κουτσονίκηδες, οι Μπουσμηναίοι και άλλοι.
Ο μεγαλύτερος συνοικισμός, που ήταν σα να πούμε η πρωτεύουσα, ήταν το Σούλι. Άλλοι συνοικισμοί γνωστοί ήταν η Κιάφα, το Αβαρίκο και η Σαμωνίβα. Όλοι αυτοί οι συνοικισμοί ήταν στα ψηλώματα και γύρω τους ήταν φαράγγια.
Κοντά στην Κιάφα ήταν μια βουνοκορφή που λεγόταν Κιούγκι. Ήταν οχυρωμένο και είχε και εκκλησία.
Η γύρω στο Σούλι περιοχή ήταν φτωχότοπος, γι’ αυτό οι Σουλιώτες όταν με τον καιρό πλήθαιναν – έφτασαν τις 10 ή 12 χιλιάδες ψυχές, άρχισαν τις αρπαγές και τις ληστείες. Ήταν οπλισμένοι και κατέβαιναν στις γύρω περιοχές και τις ρήμαζαν.
«Κανένας – λέει ο Περραιβός – καμμίαν τέχνην ή πραγματείαν δεν μεταχειρίζεται παρά όλη τους η γύμνασις παιδιόθεν είναι εις τα άρματα. Με αυτά τρώγουν, με αυτά κοιμούνται και με αυτά ξυπνούν» («Ιστορία Σουλίου», εκδ. 1956, σ. 60).
Με το να είναι οπλισμένοι έγιναν ο φόβος και ο τρόμος των Τούρκων και χριστιανών αγροτών και κτηνοτρόφων. Γι’ αυτό οι Σουλιώτες θεωρούντανε ληστές και το Σούλι οι Ηπειρώτες το έλεγαν Κακοσούλι.
Το κακό μάλιστα παράγινε στο τέλος του 18ου αιώνα.
«Κατά το έαρ του 1791 – γράφει ο Τρύφ. Ευαγγελίδης – οι Σουλιώται εξήλθον των ορεινών αυτών άντρων και ήρχισαν τας εργασίας αυτών λεηλατούντες και ερημώνοντες τα χωρία Μαργαρίτι και Παραμυθιά. Αι επιδρομαί αυτών τοσούτον εξηπλώθησαν, ώστε μετά της κάτω Αλβανίας εμπόριον διεκόπη ολοκλήρως, και ήτο αδύνατον να περάση τις τας προς δυσμάς της κοιλάδος των Ιωαννίνων διόδους, χωρίς πολυαρίθμου συνοδείας την οποίαν εκείνοι (οι Σουλιώτες) πολλάκις κατέστρεφον. Έλαβον και ικανήν τόλμην να εκτείνωσι τας διαρπαγάς αυτών μέχρι των στενών του Πίνδου και δεν επέστρεψαν εις την ιδίαν των περιοχήν, ειμή ότε εβιάσθησαν υπό του χειμώνος. Κατά τας επιδρομάς ταύτας εγένοντο ένοχοι βαναύσων καταχρήσεων, ελεηλάτουν και φίλους και εχθρούς, και περιεπλέχθησαν εις έριδας μετά των οπλαρχηγών των αρματωλών των Τσουμέρκων και του Βάλτου…» («Ιστορία του Αλή Πασά», Αθήναι 1896, σ. 182-183)
Έχουμε ακόμα μαρτυρίες πως επέβαλαν σε 112 χωριά φόρο.
Ήταν φυσικό οι χριστιανοί και Τούρκοι αγρότες να διαμαρτυρηθούν όχι μόνο στον πασά της Ηπείρου, αλλά και στο Σουλτάνο και να ζητήσουν να τιμωρηθούν οι Σουλιώτες και ν’ αναγκαστούν να μην πατούν και ρημάζουν τα χωριά και τα χωράφια τους.
Ο Σουλτάνος άμα έμαθε τα κλέφτικα φερσίματα των Σουλιωτών, πρόσταξε τους τοπάρχες της Ηπείρου να χτυπήσουν τους Σουλιώτες.
Πριν του Αλή έγιναν πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις στα χρόνια 1732, 1754, 1759, 1762, 1772 και 1775. Όμως οι Τούρκοι δεν μπόρεσαν ν’ ανέβουν στα κρησφύγετα των Σουλιωτών και αναγκάστηκαν σ’ όλες αυτές τις εκστρατείες να γυρίσουν πίσω χωρίς αποτελέσματα.
Όταν διορίστηκε πασάς στα Γιάννενα ο Αλής οργάνωσε και αυτός εκστρατείες κατά των Σουλιωτών, το 1791 και 1792, αλλά την έπαθε. Ύστερα όμως από δέκα χρόνια, το 1802, εκστράτευσε με πολύ στρατό και τους ανάγκασε να συνθηκολογήσουν.
Την άλλη χρονιά, το 1803, βλέποντας οι Σουλιώτες πως δεν μπορούσαν πια να μείνουν στο Σούλι, γιατί ο Αλής ήταν αποφασισμένος να τους εξοντώσει, χωρίστηκαν σε δύο ομάδες και εκείνοι που είχαν αρχηγό τον Τζαβέλλα πήγαν στην Πάργα, οι άλλοι που είχαν επικεφαλής τον Κουτσονίκα όταν έφτασαν στο Ζάλογγο, χτυπήθηκαν από τον Αλή που τους έστησε καρτέρι και ύστερα από μάχη σκοτώθηκαν πολλοί.
Από τότε ξανάσαναν οι αγρότες και άρχισαν άφοβα να καλλιεργούν τα χωράφια και αμπέλια τους, γιατί οι Σουλιώτες άλλοι είχαν περάσει στα Εφτάνησα και άλλοι πήγαν στη Ρούμελη και στο Πήλιο.
Οι Σουλιώτες λοιπόν τους «πολέμους» τους με τον Αλή δεν τους έκαναν «εμπνευσμένοι από τον πόθον της ελευθερίας». Το αίσθημα της εθνικής συνείδησης στα χρόνια εκείνα ήταν ολότελα άγνωστο σ’ αυτούς.
Αυτή είναι η ιστορική αλήθεια.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΩΝ/ΝΟΥ ΠΑΠΑΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ (Αναφορά για το Σούλι)
Εν καιρώ ειρήνης οι Σουλιώται επλήρωναν εις την Πύλην τον συνήθη των ραγιάδων φόρον, ο έστι το χαράτζι εις χρήματα, και πλην τούτου το δέκατον των ποιμνίων αυτών, του βουτύρου και του τυρού. Ενταυτώ όμως εισέπραττον την αυτήν δεκάτην και το αυτό χαράτζι από των κατακτηθέντων, επληρώνοντο και ιδίαν χρηματικήν εισφοράν υπό των γειτόνων αγάδων και πασάδων, ίνα μη λεηλατώσι τα κτήματα αυτών. Αλλ’ είναι περιττόν να προσθέσωμεν, ότι σπανίως διετελούν εν ειρήνη, μάλιστα αφ’ ης η ηγεμονία της Ηπείρου περιήλθεν εις χείρας του Αλή πασά.
Όθεν ο βίος των Σουλιωτών ουδέποτε απέβη βιομηχανικός ή εμπορικός ή λόγιος, όπως ο βίος των άλλων ελληνικών κοινοτήτων. Το κύριον αυτών ενασχόλημα ήτο ο πόλεμος ή η προς πόλεμον Παρασκευή. «Κανένας καμμίαν τέχνην ή πραγματείαν δεν μεταχειρίζεται, λέγει ο Περραιβός περί αυτών, παρά όλη τους η γύμνασις παιδιόθεν είναι εις τα άρματα, με αυτά τρώγουν, με αυτά κοιμούνται και μ’ αυτά ξυπνούν. Ουδέ περί την γεωργίαν ησχολούντο, αλλά ετρέφοντο, ως προείπομεν, δια της εργασίας των 60 υποκειμένων χωρίων. Όθεν πάσα αύτη η συμπολιτεία ωμοίαζε πολύ προς το αρχαίον σπαρτιατικόν πολίτευμα, αι δε σχέσεις μεταξύ των 11 αρχικών χωρίων και των κυριευθέντων 60, ανακαλούσι παραδόξως εις την μνήμην ημών τας μεταξύ Σπαρτιατών και περιοίκων σχέσεις.
Ήσαν δε οι Σουλιώται κράμα Ελλήνων και εξελληνισθέντων Αλβανών και εις των επιφανέστερων γόνων του συνοικεσίου των δύο φυλών του από της 14ης εκατονταετηρίδος αρξαμένου και τελουμένου μέχρι της σήμερον. Η αλβανική εκράτυνε το μάχιμον της ελληνικής πνεύμα, η δε ελληνική ενεφύσησεν εις την αλβανική τα ευγενέστατα ασισθήματα της φιλοπατρίας, της φιλομαθείας και της ευνομίας. Τα δύο κάλλιστα προϊόντα του συνδυασμού τούτου υπήρξαν οι Σουλιώται επί της Στερεάς, οι Υδραίοι και οι Σπετσιώται κατά θάλασσαν. Αλλ’ εάν οι Σπετσιώται και οι Υδραίοι κατά πρώτον εκλείσθησαν εν τη τελευταία επαναστάσει, οι Σουλιώται οίτινες έβαψαν εν αυτή διά του αίματός των τοσαύτα ένδοξα πεδία της μάχης, είχον, καθάπερ γνωρίζομεν ήδη, αναγγείλει προ καιρού το τι ηδύναντο να πράξωσι.
Στην ελληνική έκδοση της Wikipedia περιλαμβάνονται επίσης οι εξής αναφορές:
Αναφορά Μπαρτόλντι
Πρώτος που κατέγραψε το γεγονός αυτό, ήταν ο Πρώσος περιηγητής και διπλωμάτης Ιάκωβος Μπαρτόλντυ, ελσονπου έτυχε την εποχή εκείνη (1803-1804) να βρίσκεται στα Ιωάννινα. Η έστω και πολύ περιληπτική αναφορά του στο γεγονός κρίνεται περισσότερο αντικειμενική, με δεδομένο ότι δεν ήταν και τόσο ευνοϊκός προς τους Έλληνες, ούτε όμως και με τον Αλή Πασά, που όμως δεν τον εμπόδισε να τονίσει τη γενναιότητα των Σουλιωτών, αλλά και την αγριότητα των τμημάτων του Αλή Πασά. Στην αναφορά του εκείνη στο έργο του «Ταξίδιον εις την Ελλάδα 1803 – 1804», (δημοσιεύτηκε στη γερμανική το 1805, και σε γαλλική μετάφραση το 1807), σημειώνει (σε ελεύθερη μετάφραση):
“Καμιά εκατοστή απ΄ αυτούς τους δυστυχισμένους είχαν αποτραβηχτεί βόρεια της Πρέβεζας στο Μοναστήρι του Ζαλόγγου. Τους επιτέθηκαν εκεί θεωρώντας ότι τάχα αυτή η τοποθεσία, πράγματι ισχυρή, θα μπορούσε να τους προσφέρει ένα νέο τόπο μόνιμης διαμονής, όπου και η σφαγή που ακολούθησε υπήρξε φρικτή. Τριάντα εννέα γυναίκες γκρεμίστηκαν από τα βράχια με τα παιδιά τους που μερικά ακόμη βύζαιναν.”
Σημειώνεται η αναφορά για “39″ γυναίκες που “γκρεμίστηκαν”, με τα παιδιά τους χωρίς να διασαφηνίζεται αν ήταν αυτοκτονία, ή θηριωδία.
Αναφορά Ληκ
Δεύτερος που κατέγραψε το γεγονός, περισσότερο λεπτομερώς, ήταν ο Άγγλος στρατιωτικός, περιηγητής και αρχαιολόγος, Γουλιέλμος Μαρτίνος Ληκ, από πληροφορίες που συνέλεξε το 1805, ως αντιπρόσωπος της Αγγλίας στα Ιωάννινα, τις οποίες συμπεριέλαβε στο σύγγραμμά του “Περιήγηση στη Β. Ελλάδα”. Στην αναφορά του αυτή σημειώνει:
“Περίπου 100 οικογένειες είχαν αποτραβηχτεί στο μέρος αυτό από το Σούλι και την Κιάφα, με συνθήκες και ζούσαν στο λόφο ανενόχλητες ώσπου έπεσε το Κούγκι. Τότε επειδή τάχα η περιοχή αυτή ήταν περισσότερη οχυρή ξαφνικά τους επιτέθηκαν με διαταγή του Βεζίρη. Όταν η κατάσταση έγινε απελπιστική ο Κίτσος Μπότσαρης και ένα τμήμα του διέφυγαν. Από τους υπολοίπους, 150 σκλαβώθηκαν και 25 κεφάλια στάλθηκαν στον Αλβανό Μπουλούκμπαση στην Καμαρίνα που διεύθυνε τις επιχειρήσεις, 6 άνδρες και 22 γυναίκες ρίχτηκαν από τα βράχια από το ψηλότερο σημείο του γκρεμνού, προτιμώντας έτσι παρά να πέσουν ζωντανοί στα χέρια των εχθρών τους. Πολλές γυναίκες, που είχαν παιδιά τις είδαν να τα ρίχνουν με δύναμη προτού εκείνες κάνουν το μοιραίο πήδημα “.
Στη δεύτερη ιστορικά αυτή αναφορά γίνεται σαφής λόγος για αυτοκτονία και βρεφοκτονία, ενώ προστίθενται 6 άνδρες, ο δε αριθμός των γυναικών περιορίζεται στις 22, χωρίς να γίνεται και εδώ μνεία για χορό. Σημειώνεται όμως ότι το σύγγραμμα αυτό δημοσιεύτηκε 33 χρόνια αργότερα, το 1835, επί Βασιλείας του Όθωνα.
Αναφορά Χόλαντ
Tο 1815 ο Χ. Χόλαντ εκδίδει σύγγραμμα με εντυπώσεις του από την Ελλάδα του 1812-13, κάνοντας επιγραμματικά λόγο μόνο για τη βρεφοκτονία στο σχετικό περιστατικό:
«…λέγεται σαν πραγματική ιστορία, πως μια ομάδα Σουλιώτισσες, μαζεύτηκαν σ΄ ένα από τα κοντινά στο Σαράι βάραθρα και έριξαν εκεί τα βρέφη τους για να μη γίνουν σκλάβοι του εχθρού».
Στη τρίτη αυτή αναφορά του περιστατικού, αναφέρεται μόνο η βρεφοκτονία. Με το όνομα Σαράι φέρεται ένα παλαιό πυργόκαστρο που υπήρχε στη περιοχή, κοντά στη Μονή του Ζαλόγγου.
Αναφορά Χ. Περραιβού
Τον ίδιο όμως χρόνο, το 1815, (έξι χρόνια πριν την επανάσταση του 21), δημοσιεύεται και η πρώτη ελληνική αναφορά στο περιστατικό που περιλαμβάνεται στη δεύτερη έκδοση της “Ιστορίας του Σουλίου και της Πάργας” του Χριστόφορου Περρραιβού που τυπώθηκε στη Βενετία, που αποτελεί και την πρώτη ουσιαστικά ελληνική πηγή του γεγονότος.
Κατ΄ αυτή, όταν τα στρατεύματα του Αλή απέτυχαν και την φορά αυτή να αιχμαλωτίσουν τους Σουλιώτες που όδευαν προς την Πάργα, και παρά τις συνομολογήσεις που είχαν κάνει μαζί τους, αφού ξεκουράστηκαν επί τριήμερο, επιτέθηκαν ξαφνικά στο Ζάλογγο όπου διαβιούσαν όσοι Σουλιώτες είχαν συνθηκολογήσει νωρίτερα με τον Αλή Πασά, αναφέροντας σχετικά…
«τότε εγνώρισαν ο Κουτσιονίκας και ο Κίτσιο Μπότσαρης την συνηθισμένην αντιπληρωμήν όπου δίδει ο Βεζίρης εις τους πιστούς του προδότας, πλην η μετάνοια τότε ήτο ανωφελής. Άρχισαν μ΄ όλον τούτο και αντεμάχοντο μεγαλοψύχως, δεν είχαν όμως τα αναγκαία ν΄ αντισταθούν περισσότερον από δύο ημέρας. Αι γυναίκες δε κατά την δευτέραν ημέραν βλέπουσαι ταύτην τη κτηνώδη περίστασιν, εσυνάχθησαν έως εξήκοντα, επάνω εις έναν πετρώδη κρημνόν. Εκεί εσυμβουλεύθησαν και απεφάσισαν ότι καλύτερα να ριφθούν κάτω από τον κρημνόν διά να αποθάνουν, πάρεξ να παραδοθούν διά σκλάβες εις χείρας των Τούρκων. Όθεν αρπάξαντες με τας ιδίας των χείρας τα άκακα και τρυφερά βρέφη, τα έρριπτον κάτω εις τον κρημνόν. Έπειτα αι μητέρες πιάνοντας η μία με την άλλη τα χέρια τους άρχισαν και εχόρευαν, χορεύουσαι δε επηδούσαν ευχαρίστως μίαν κατόπιν της άλλης από τον κρημνόν. Μερικαί όμως δεν απέθανον, επειδή έπιπτον επάνω εις τα παιδία των και τους συντρόφους, των οποίων τα σώματα ήταν καρφωμένα πάνω εις τες μυτερές πέτρες του κρημνού».
Στην πρώτη αυτή ελληνική καταγραφή του περιστατικού σημειώνεται αφενός ο αριθμός των γυναικών, στο περίπου, “έως 60″, και ότι προηγουμένως “εσυμβουλεύθησαν”, (με την κυριολεκτική ερμηνεία της λέξης), όπου κατόπιν συμβουλίου αποφάσισαν πλέον συνειδητά τη βρεφοκτονία και τη δική τους στη συνέχεια αυτοκτονία. Και ενώ αναφέρεται εδώ πρώτη φορά ο “χορός”, δεν προσδιορίζεται η ημερομηνία. Παράλληλα γίνεται μνεία περί της προδοσίας που είχε σχετικά σημειωθεί, για την οποία οι προδότες αναγνωρίζουν το σφάλμα τους, πολεμώντας γενναία, πλην όμως αυτό όπως αποδείχθηκε το πλήρωσαν περισσότερο τα γυναικόπαιδα. Στην επόμενη έκδοση του έργου αυτού, το 1857, απαλείφθηκε το περιστατικό της προδοσίας και η λεπτομέρεια του χορού η δε αναφορά στο γεγονός είναι ψυχρή χωρίς συναισθηματικά στοιχεία.
Αναφορά Πουκεβίλ
Το 1820 ο Γάλλος περιηγητής Φραγκίσκος Πουκεβίλ που διέμενε 10 και πλέον χρόνια στην αυλή του Αλή Πασά, εκδίδει τους 3 πρώτους τόμους του έργου του Ταξίδι στην Ελλάδα. Στο 3ο τόμο περιλαμβάνει το επεισόδιο ως ακολούθως (ελεύθερη απόδοση)
«…τις γυναίκες τις γκρέμισαν από τα ύψη των βουνών στις αβύσσους του Αχέροντα, τα παιδιά πουλήθηκαν στα παζάρια.»
Εδώ γίνεται σαφής αναφορά για θηριωδία και όχι για βρεφοκτονία ούτε και για αυτοκτονία. Τον επόμενο όμως χρόνο που εκδίδονται οι άλλοι τόμοι περιλαμβάνεται το γεγονός με περισσότερη λεπτομέρεια:
«Ηρωικό θάρρος εξήντα γυναικών, που κινδύνευαν να παραδοθούν στη σκλαβιά των Τούρκων. Ρίχνουν τα παιδιά τους πάνω στους πολιορκητές σαν να ήταν πέτρες έπειτα, πιάνοντας το τραγούδι του θανάτου και κρατώντας η μια το χέρι της άλλης, ρίχτηκαν στο βάθος της αβύσσου, όπου τα κομματιασμένα πτώματα των παιδιών τους δεν άφηναν μερικές να συναντήσουν το Χάρο, όπως θα το ήθελαν.»
Στη νεότερη αυτή αναφορά περιλαμβάνεται πλέον ο χορός 60 γυναικών καθώς και η βρεφοκτονία και αυτοκτονία τους, που ταυτίζεται με την αναφορά του Περραιβού, με επιπλέον μια σημείωση ημερομηνίας στο περιθώριο: 22 Δεκεμβρίου 1803 (π. ημερ.).
Αναφορά Κλ. Φωριέλ
To 1823 ο Γάλλος ιστορικός ακαδημαϊκός Κλωντ Φωριέλ συγκεντρώνει τα υπομνήματα των τραγουδιών που θα εκδώσει το επόμενο καλοκαίρι του 1824. Σ΄ αυτά ο Φωριέλ αναφερόμενος στη 2η μέρα εκείνης της μάχης φαίνεται ν΄ ακολουθεί πιστά τον Περραιβό προσθέτοντας πολλές παραστατικές λεπτομέρειες:
«..ήταν ακόμα αβέβαιη, όταν εξήντα γυναίκες, βλέποντας πως στο τέλος θα σκοτώνονταν οι δικοί τους, μαζεύονται σ΄ ένα απότομο ψήλωμα στον γκρεμό, που στη μία πλευρά του ανοιγόταν ένα βάραθρο και στο βάθος του το ρέμα άφριζε ανάμεσα στους μυτερούς βράχους που γέμιζαν τις όχθες και τη κοίτη του. Εκεί αναλογίζονται τι έχουν να κάνουν, για να μη πέσουν στα χέρια των Τούρκων, που τους φαντάζονται κιόλας να τις κυνηγούν. Αυτή η απελπισμένη συζήτηση στάθηκε σύντομη, και η απόφαση που ακολούθησε ήταν ομόγνωμη. Οι περισσότερες απ΄ αυτές τις γυναίκες ήταν μητέρες, αρκετά νέες, και είχαν μαζί τα παιδιά τους, άλλες στο βυζί ή στην αγκαλιά, άλλες τα κρατούσαν από το χέρι. Η κάθε μια πήρε το δικό της, το φίλησε για τελευταία φορά και το έριξε ή το έσπρωξε γυρνώντας το κεφάλι στον διπλανό γκρεμό. Όταν δεν είχαν πια παιδιά να γκρεμίσουν, πιάστηκαν από τα χέρια και άρχισαν ένα χορό, γύρω – γύρω, όσο πιο κοντά γινόταν στην άκρη του γκρεμού και η πρώτη απ΄ αυτές, αφού χόρεψε μια βόλτα φτάνει στην άκρη, ρίχνεται και κυλιέται από βράχο σε βράχο ως κάτω στο φοβερό βάραθρο. Ωστόσο ο κύκλος, ή ο χορός συνεχίζει να γυρνάει, και σε κάθε βόλτα μια χορεύτρια αποκόβεται με τον ίδιο τρόπο, ως την εξηκοστή. Λένε πως από κάποιο θαύμα, μία απ΄ αυτές τις γυναίκες δεν σκοτώθηκε πέφτοντας».[5]
Η λεπτομερής αυτή περιγραφή του Χορού του Ζαλόγγου, με τις εξήντα γυναίκες προσέδωσε μια ιδιαίτερη χρονικά αυτοτέλεια με μια παράλληλη πληρότητα αυτοθυσίας, αντί αυτοκτονίας, εξαίρετης συγκίνησης και θαυμασμού με διεθνή πλέον εμβέλεια που και κυριάρχησε σ΄ όλες τις μετέπειτα ιστορικές αναφορές.http://www.ethnos.gr
Κυριακή 26 Μαΐου 2013
Πέμπτη 23 Μαΐου 2013
Σάββατο 11 Μαΐου 2013
Κάθε χρόνο, τη δεύτερη Κυριακή του Μαΐου γιορτάζουν οι μητέρες όλου του κόσμου και τα ανθοπωλεία κάνουν χρυσές δουλειές. Ωστόσο πολλά χρόνια πριν, η γιορτή είχε διαφορετικό νόημα και η γυναίκα που την καθιέρωσε πέθανε πολεμώντας την ίδια την έμπνευσή της.
Πίσω στο 1908, η Ανα Τζαρβις, μία ακτιβίστρια από την Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ, σε μία προσπάθεια να τιμήσει την μνήμη της μητέρας της, ξεκίνησε μία εκστρατεία προκειμένου να καθιερωθεί η μέρα της μητέρας ως επίσημη γιορτή.
Η Τζάρβις έχασε τη μητέρα της το 1905 και καθώς δεν είχε η ίδια παντρευτεί ή αποκτήσει παιδιά ένιωσε την ανάγκη να τιμήσει τη μνήμη της.
Η εκστρατεία που έκανε το 1908 για την καθιέρωση της γιορτής είχε μεγάλη απήχηση και στις 10 Μαΐου εκείνης της χρονιάς, εκατοντάδες οικογένειες συγκεντρώθηκαν στο Γκράφτον, τη γενέτειρα της Τζάνις σε μία εκκλησία που αργότερα μετονομάστηκε «Διεθνής Ναός της Μητέρας» καθώς και σε άλλες πόλεις για να υποστηρίξουν την κίνηση της.
Τελικά η ιδέα της Τζάρβις έγινε δεκτή με ενθουσιασμό και το 1914 καθιερώθηκε επίσημα ως γιορτή της Μητέρας η δεύτερη Κυριακή του Μαΐου και μάλιστα τα πρώτα χρόνια ήταν επίσημη αργία, ενώ ακόμα και οι ευγενείς έδιναν στους υπηρέτες τους άδεια προκειμένου να περάσουν την μέρα με τις μητέρες τους.
Ωστόσο με τα χρόνια η γιορτή πήρε άλλη τροπή και έχασε τον παραδοσιακό της χαρακτήρα. Γύρω στο 1920, η Τζάρβις εξοργισμένη από την διεθνή εμπορευματοποίηση της γιορτής και μαζί με την αδελφή της Ελσινόρη ξεκίνησαν νέα εκστρατεία προκειμένου να καταργήσουν την «εμποροπανύγηρη» στην οποία είχε εξελιχθεί το αρχικό τους όραμα και συνελήφθησαν αρκετές φορές για την προσπάθεια τους αυτή.
Οπως χαρακτηριστικά δήλωνε η Τζάρβις «το να στέλνεις τυπωμένες κάρτες στη γιορτή της μητέρας δείχνει ότι είσαι πολύ τεμπέλης για να γράψεις ένα γράμμα στη γυναίκα που έκανε για σένα περισσότερα απ' όσα οποιοσδήποτε άλλος άνθρωπος στον κόσμο» ενώ για τα γλυκά και τα σοκολατάκια δήλωνε ότι το θεωρούσε τελείως υποκριτικό, αφού τα περισσότερα εν τέλει τα έτρωγε ο ίδιος ο αποστολέας.
Ωστόσο ο πόλεμος που κήρυξε η Ανα Τζαρβις στη γιορτή που η ίδια εμπνεύστηκε δεν έφερε αποτέλεσμα και η ίδια πέθανε το 1948 πάμφτωχη και με άνοια σε κάποιο σανατόριο.
Πέμπτη 9 Μαΐου 2013
ΚΛΕΦΤΙΚΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Με αφορμή την επέτειο της 25ης Μαρτίου......
με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε.
«Ποτάμι, για λιγόστεψε, ποτάμι, γύρνα πίσω,
για να περάσω αντίπερα, στα κλέφτικα λημέρια,
πο' 'χουν οι κλέφτες σύνοδο κι όλοι οι καπεταναίοι».
Τον Κίτσο τόνε πιάσανε και παν' να τον κρεμάσουν.
Χίλοι τον παν' από μπροστά και δυό χιλιάδες πίσω,
κι ολοξοπίσω πάγαινεν η δόλια του η μανούλα.
«Κίτσο μου, πού είναι τ' άρματα, πού τα 'χεις τα τσαπράζια,
τις πέντε αράδες τα κουμπιά τα φλωροκαπνισμένα;»
«Μάνα λωλή, μάνα τρελή, μάνα ξεμυαλισμένη,
μάνα, δεν κλαίς τα νιάτα μου, δεν κλαίς τη λεβεντιά μου,
μον' κλαίς τα 'ρημα τ' άρματα, τα 'ρημα τα τσαπράζια;»
Ένας αϊτός περήφανος(Κλέφτικο Δημοτικό)
Ένας αϊτός περήφανος, ένας αϊτός λεβέντης
από την περηφάνεια του κι’ από τη λεβεντιά του,
δεν πάει τα κατώμερα να καλοξεχειμάση,
μον’μένει απάνω 'ς τα βουνά, ψηλά 'ς τα κορφοβούνια.
Κ’ έρρηξε χιόνια 'ς τα βουνά και κρούσταλλα 'ς τους κάμπους,
εμάργωσαν τα νύχια του κ' επέσαν τα φτερά του.
Κι' αγνάντιο βγήκε κ' έκατσε, 'ς ένα ψηλό λιθάρι,
και με τον ήλιο μάλωνε και με τον ήλιο λέει.
"Ήλιε, για δε βαρείς κ' εδώ 'ς τούτη την αποσκιούρα,
να λειώσουνε τα κρούσταλλα, να λειώσουνε τα χιόνια,
να γίνη μια άνοιξη καλή, να γίνη καλοκαίρι,
να ζεσταθούν τα νύχια μου, να γιάνουν τα φτερά μου,
να ρθούνε τάλλα τα πουλιά και τάλλα μου ταδέρφια.
ΚΛΕΦΤΙΚΟ, ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ
Κλέφτικα τραγούδια
Τα κλέφτικα τραγούδια γράφτηκαν κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, όταν πολλοί Έλληνες αρνούμενοι να ζουν κάτω από τον Τουρκικό ζυγό, έφευγαν στα βουνά για να ζήσουν ελεύθεροι. Εκεί συγκροτούσαν τα ένοπλα σώματα των κλεφτών, τα οποία έκαναν επιθέσεις εναντίον των Τούρκων. Από τα κλέφτικα τραγούδια αντλούμε πολλές φορές πληροφορίες για τις συνθήκες ζωής και τους αγώνες των κλεφτών.
Στα κλέφτικα τραγούδια οι ήρωες δεν ξεπερνούν σχεδόν ποτέ τα συνηθισμένα ανθρώπινα μέτρα και δεν μπορούν να νικήσουν χιλιάδες εχθρούς. Ο αγώνας τους εναντίον των Τούρκων ήταν άνισος ωστόσο αυτοί περιφρονούσαν τους κινδύνους και δεν υποτάσσονταν στις δυσκολίες, έδειχναν ιδιαίτερη παλικαριά.Σ' αυτό το κλέφτικο τραγούδι αναδεικνύεται ο αγώνας της εθνικής αποκατάστασης μαζί με τα αιτήματα της κοινωνικής δικαιοσύνης και του σεβασμού των ατομικών δικαιωμάτων.
Ενότητα 1η: Η συμβουλή της μάνας
(Βασίλη ………..να δουλέψουν)
Το κλέφτικο τραγούδι μας μεταφέρει στην ιστορικοκοινωνική πραγματικότητα των προεπαναστατικών χρόνων.
Μια μάνα, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, από αγάπη και φροντίδα για το γιο της, τον Βασίλη, του προτείνει να κάτσει φρόνιμα: δηλαδή να μην κάνει κάτι παράτολμο, να λειτουργήσει με βάση τη λογική, να κάτσει σπίτι του, να γίνει νοικοκύρης και να επιλέξει την γεωργική και κτηνοτροφική ζωή που του εξασφαλίζει ηρεμία και οικονομική άνεση.
Η μητέρα απευθύνεται στο γιο της σε β πρόσωπο . Η ζωή που περιγράφει η μητέρα στο γιο της φαίνεται μια όμορφη ζωή με ανέσεις και ηρεμία αλλά αποσιωπάται ένα σημαντικό στοιχείο: η έλλειψη ελευθερίας
Ενότητα 2η: Η απόφαση του Βασίλη να γίνει κλέφτης
(Μάνα μου……… Αρβανίτες)
Ο Βασίλης είναι ένας κοινός άνθρωπος αλλά το ιδανικό της ελεύθερης ζωής και η βαθιά αίσθηση της αξιοπρέπειας τον οδηγούν να απαρνηθεί την βολεμένη ζωή του υπόδουλου και να διαλέξει την επικίνδυνη αλλά ελεύθερη ζωή των κλεφτών.Ο Βασίλης απαντά κατηγορηματικά ότι δεν πρόκειται να κάτσει φρόνιμα για να αποκτήσει όλα όσα του ανέφερε η μητέρα του και να συμβιβαστεί με μια υπόδουλη ζωή. Στο λόγο του επαναλαμβάνει κάποια από τα λόγια της μάνας του και λέει ότι δεν δέχεται να είναι σκλάβος των Τούρκων ή των Ελλήνων που συνεργάζονταν με τους Τούρκους και εκμεταλλεύονταν τους συμπατριώτες τους. Στα λόγια του διακρίνουμε προμηνύματα του απελευθερωτικού αγώνα του 1821.
Ο Βασίλης ανακοινώνει την απόφαση του ,που είναι να γίνει κλέφτης και να φύγει στα βουνά. Μάλιστα ζητά από την ίδια τη μητέρα του αν του δώσει τα όπλα του ώστε να την κάνει να συμμετέχει και αυτή στην απόφαση του. Η παρομοίωση «να πεταχτώ σαν το πουλί» φανερώνει τη δίψα του Βασίλη για ελευθερία. Ο Βασίλης αισθάνεται την ανάγκη να βαδίζει ελεύθερα αλλά αυτό δεν του αρκεί: θέλει να κάνει και πόλεμο εναντίον των κατακτητών: δηλώνεται η ανδρεία και η γενναιότητα του. Η πορεία του προς τα βουνά περιγράφεται πολύ γλαφυρά και παραστατικά. Ηκλιμάκωση και το ασύνδετοπαρουσιάζουν την πορεία του Βασίλη προς την κλεφτουριά, την ανάληψη δράσης και την έναρξη του αγώνα κατά των Τούρκων. Ο Βασίλης παρουσιάζεται: αξιοπρεπής, ασυμβίβαστος, αποφασιστικός, υπερήφανος, λάτρης της ελευθερίας, γενναίος, τολμηρός, αγωνιστής, άξιος συνεχιστής των προγόνων του.
Ενότητα 3η : Η πραγματοποίηση της απόφασης του Βασίλη
(Πουρνό……παλικάρι)
Ο Βασίλης αποχαιρετά τη μητέρα του η οποία δεν κάνει καμιά προσπάθεια να τον μεταπείσει και αποδέχεται την απόφαση του. Ο Βασίλης φτάνει στον προορισμό του και μιλά με τα στοιχεία της φύσης που τον υποδέχονται στην καινούρια του ζωή. Ο Βασίλης χαίρεται που είναι πια ελεύθερος και τα προσωποποιημέναστοιχεία της φύσης τον καλοδέχονται και τον επαινούν.
Στιχουργική- γλώσσα
Το τραγούδι έχει όλα τα τυπικά γνωρίσματα των δημοτικών τραγουδιών.Ο στίχος είναι ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος, ανομοιοκατάληκτος και χωρίζεται σε δύο ημιστίχια. Κάθε στίχος έχει ολοκληρωμένο νόημα. Η γλώσσα είναι απλή, λαϊκή, δημοτική, κυριαρχούν οι ρηματικοί τύποι, απουσιάζουν τα επίθετα και υπάρχουν ιδιωματικές λέξεις( γένεις, κοπέλια, σουρίξω, γιατάκια). Υπάρχει παρατακτική σύνδεση, εκφραστική λιτότητα, προσωποποίηση και συνομιλία με τη φύση.
Ύφος : ζωντανό, παραστατικό, γρήγορο, (διάλογος, ενεστώτας), συγκινητικό (όταν η μάνα τον συμβουλεύει), ηρωικό (όταν η κλεφτουριά τον υποδέχεται).
Του Κίτσου η μάνα (Κλέφτικο Δημοτικό)
Του Κίτσου η μάνα κάθουνταν στην άκρη στο ποτάμιμε το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε.
«Ποτάμι, για λιγόστεψε, ποτάμι, γύρνα πίσω,
για να περάσω αντίπερα, στα κλέφτικα λημέρια,
πο' 'χουν οι κλέφτες σύνοδο κι όλοι οι καπεταναίοι».
Τον Κίτσο τόνε πιάσανε και παν' να τον κρεμάσουν.
Χίλοι τον παν' από μπροστά και δυό χιλιάδες πίσω,
κι ολοξοπίσω πάγαινεν η δόλια του η μανούλα.
«Κίτσο μου, πού είναι τ' άρματα, πού τα 'χεις τα τσαπράζια,
τις πέντε αράδες τα κουμπιά τα φλωροκαπνισμένα;»
«Μάνα λωλή, μάνα τρελή, μάνα ξεμυαλισμένη,
μάνα, δεν κλαίς τα νιάτα μου, δεν κλαίς τη λεβεντιά μου,
μον' κλαίς τα 'ρημα τ' άρματα, τα 'ρημα τα τσαπράζια;»
Ένας αϊτός περήφανος(Κλέφτικο Δημοτικό)
από την περηφάνεια του κι’ από τη λεβεντιά του,
δεν πάει τα κατώμερα να καλοξεχειμάση,
μον’μένει απάνω 'ς τα βουνά, ψηλά 'ς τα κορφοβούνια.
Κ’ έρρηξε χιόνια 'ς τα βουνά και κρούσταλλα 'ς τους κάμπους,
εμάργωσαν τα νύχια του κ' επέσαν τα φτερά του.
Κι' αγνάντιο βγήκε κ' έκατσε, 'ς ένα ψηλό λιθάρι,
και με τον ήλιο μάλωνε και με τον ήλιο λέει.
"Ήλιε, για δε βαρείς κ' εδώ 'ς τούτη την αποσκιούρα,
να λειώσουνε τα κρούσταλλα, να λειώσουνε τα χιόνια,
να γίνη μια άνοιξη καλή, να γίνη καλοκαίρι,
να ζεσταθούν τα νύχια μου, να γιάνουν τα φτερά μου,
να ρθούνε τάλλα τα πουλιά και τάλλα μου ταδέρφια.
Σάββατο 27 Απριλίου 2013
Δευτέρα 22 Απριλίου 2013
Ο ΜΟΝΑΧΟΣ ΙΩΣΗΦ
Η φωτογραφία του μοναχού Ιωσήφ Αγιωρίτη, έχει κάνει το γύρο του κόσμου. Είναι ο μοναχός που κάθε φορά που κάποιο αεροσκάφος της Πολεμικής Αεροπορίας περνά πάνω από την Χερσόνησο του Άθωνα, «αναγκάζει» τους πιλότους να πετάξουν χαμηλά για να τον χαιρετίσουν.
Ο μοναχός λοιπόν, βγαίνει στην άκρη του βουνού και με μια τεράστια σημαία, πότε ελληνική και πότε βυζαντινή, τους χαιρετά και με το δικό του τρόπο τιμά την αποστολή τους.
Πως προέκυψε η ιστορία; Χρόνια πριν, ο Ιωσήφ βρέθηκε στην Σκύρο για ένα τοπικό πανηγύρι. Εκεί επισκέφθηκε την αεροπορική βάση. Ένας από τους πιλότους των μαχητικών τον αναγνώρισε. Ήταν ο καλόγερος στο μικρό κελί σε μια από τις κορυφές του Άθωνα πάνω από ένα «σημείο στροφής» όπως λέγεται στη γλώσσα της αεροπορίας.
Μετά την γνωριμία αυτή, ο ιπτάμενος κάθε φορά που περνούσε από το σημείο φρόντιζε να μειώνει το ύψος του χαιρετώντας με τον τρόπο του το μοναχό, κι εκείνος από την γη έκανε το ίδιο κουνώντας τα χέρια. Μέχρι που μια μέρα ο μοναχός Ιωσήφ, πήρε μια τεράστια ελληνική σημαία. Ο χαιρετισμός πήρε άλλη χροιά.
Ο μοναχός την κυμάτιζε όσο πιο περήφανα και πανηγυρικά μπορούσε και ο πιλότος, σαν να υποκλινόταν στην Γαλανόλευκη έκανε μια χαμηλή διέλευση δίπλα ανταποδίδοντας την τιμή. Η ιστορία του καλόγερου με τη σημαία διαδόθηκε σχεδόν αστραπιαία μεταξύ των χειριστών της Πολεμικής Αεροπορίας και ο ένας μετά τον άλλο, κάθε φορά που η αποστολή τους ήταν στην περιοχή, περνούσε για να χαιρετήσει τον καλόγερο.
Οι πρώτες φωτογραφίες άρχισαν ήδη να κυκλοφορούν και μέσω του διαδικτύου.
Σάββατο 20 Απριλίου 2013
Λούης Τίκας
O Έλληνας Λούης Τίκας που τα έβαλε με τον Ροκφέλερ και έπεσε νεκρός..
Σας θυμίζει τίποτα το όνομα Λούης Τίκας (Louis Tikas); Αν όχι, μήπως το όνομα Ηλίας Σπαντιδάκης; Προφανώς όχι. Η νεότερη ελληνική ιστορία δεν καταδέχεται ν' ασχοληθεί με «ρετάλια» που ηγήθηκαν λούστρων και ανθρακωρύχων. Προτιμά στρατηγούς ή πρωθυπουργούς κι ας μην διέθεταν αυτοί ούτε μια σπίθα από τη φλόγα που έκαιγε στην ψυχή απλών ανθρώπων σαν τον Λούη.
Σας θυμίζει τίποτα το όνομα Λούης Τίκας (Louis Tikas); Αν όχι, μήπως το όνομα Ηλίας Σπαντιδάκης; Προφανώς όχι. Η νεότερη ελληνική ιστορία δεν καταδέχεται ν' ασχοληθεί με «ρετάλια» που ηγήθηκαν λούστρων και ανθρακωρύχων. Προτιμά στρατηγούς ή πρωθυπουργούς κι ας μην διέθεταν αυτοί ούτε μια σπίθα από τη φλόγα που έκαιγε στην ψυχή απλών ανθρώπων σαν τον Λούη.
Με τον τίτλο Ξεχασμένοι Ήρωες… ΕΚΤΑΚΤΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ μια πραγματικά εξαιρετική δουλειά απο τα 24 γράμμματα μεταξύ άλλων ξεχώρισα αυτή την "άγνωστη " ιστορία ενος Ελληνα που αγωνίστηκε για τους μετανάστες..
Οι Έλληνες στα ανθρακωρυχεία των ΗΠΑ (αρχές 1900).
Πληρώνονταν με κάρβουνο και κουπόνια, αντί για χρήματα
Την εποχή εκείνη, οι ανθρακωρύχοι δεν πληρωνόντουσαν με χρηματικό
μεροκάματο, αλλά ανάλογα με την ποσότητα του κάρβουνου που έβγαζαν από τη γη. Στο τέλος της βάρδιας, οι επιστάτες ζύγιζαν το κάρβουνο και ανάλογα πλήρωναν τους εργάτες. Οι επιστάτες όμως, τους κλέβανε στο ζύγισμα. Για τις μέρες που οι εργάτες έπρεπε να δουλέψουν για να επεκτείνουν τις γραμμές των ειδικών βαγονιών που μετέφεραν το κάρβουνο ή για το χρόνο που δούλευαν κόβοντας ξυλεία για να στηρίξουν τις οροφές των λαγουμιών, δεν ελάμβαναν πληρωμή. Όσοι μετανάστες διαμαρτύρονταν ή ζητούσαν έλεγχο των ζυγαριών, απολύονταν αμέσως. Η ληστεία σε βάρος των μεταναστών αυτών δεν σταματούσε εκεί, καθώς πολλές φορές, δεν τους πλήρωναν με χρήματα, αλλά με scrip. Τα σκριπ ήταν κουπόνια της εταιρείας, σχεδόν άχρηστα στην ελεύθερη αγορά. Έτσι, οι εργάτες ήταν υποχρεωμένοι να ψωνίζουν με scrip μόνο από καταστήματα της εταιρείας, η οποία κοστολογούσε τα πάντα με 25% πιο ακριβά από την ελεύθερη αγορά, αναγκάζοντάς τους με αυτό το τρόπο να επιστρέφουν πίσω στην εταιρεία το φτωχικό εισόδημά τους. Οι μετανάστες, είχαν ανάγκη από χρήματα και όχι κουπόνια για να στέλνουν πίσω στις πατρίδες τους, ώστε να θρέψουν τα παιδιά τους. Δημιουργήθηκε μεγάλη δυσαρέσκεια και οι επιστάτες άρχισαν εσκεμμένα να ανακατεύουν σε κάθε ομάδα βάρδιας, μετανάστες από διαφορετικές εθνικότητες για να μην μπορούν να συνεννοούνται μεταξύ τους και οργανώσουν καμιά απεργία.
β. Οι Έλληνες ανθρακωρύχοι απεργούν η απεργία του Ludlow
Το 1913 θα δημιουργηθεί σε ορυχείο του Ludlow του Colorado ένα συνδικάτο και θα προσέλθουν σ’ αυτό όλοι οι Έλληνες μετανάστες ανθρακωρύχοι και σύντομα θα οργανώσουν την πρώτη απεργία. Συνολικά θα απεργήσουν 11.000 μετανάστες, εκ των οποίων οι περισσότεροι Έλληνες, Ιταλοί και Σέρβοι, απαιτώντας καλύτερες συνθήκες εργασίας, να πληρώνονται σε αληθινά χρήματα και όχι σε σκριπ, έλεγχο στις ζυγαριές και να εφαρμοστεί επιτέλους ο νέος νόμος της Αμερικής που όριζε ότι η εργάσιμη μέρα αποτελείται από 8 ώρες. Η εταιρεία θα απορρίψει όλα τα αιτήματα και θα διώξει από τις παράγκες και τα χαμόσπιτα της εταιρείας όλους τους απεργούς. Η εταιρεία θεώρησε πως εύκολα θα τους λυγίσει, μιας και οι οικογένειες των μεταναστών πετάχτηκαν στους αγρούς χωρίς στέγη πάνω απ’ το κεφάλι τους.Ο χειμώνας του Colorado είναι εξ άλλου πολύ βαρύς, πόσο θ΄ άντεχαν . . .Οι μετανάστες όμως δεν πτοήθηκαν, μετακόμισαν έξω στην ύπαιθρο σε χιλιάδες σκηνές και συνέχισαν την απεργία τους, ερχόμενοι πολλές φορές σε αψιμαχίες με απεργοσπάστες. Παρά το βαρύ χειμώνα και τις κακουχίες, οι απεργοί θα αντέξουν έξω στις σκηνές για 14 ολόκληρους μήνες.Η εταιρεία, θέλοντας να κάνει τη ζωή των απεργών όσο πιό δύσκολη γινόταν, προσέλαβε ελεύθερους σκοπευτές, κάτι ρεμάλια του υποκόσμου, οι οποίοι τις νύχτες, πυροβολούσαν πάνω στις σκηνές, σκορπίζοντας τον τρόμο. Οι ανθρακωρύχοι θα αναγκαστούν να σκάψουν μεγάλες τρύπες κάτω από τις σκηνές τους και εκεί να χώνονται για να προφυλάσσονται από τις σφαίρες. Καθώς η κατάσταση αγρίευε, άρχισαν να εξοπλίζονται και οι απεργοί.Μετά από 14 μήνες απεργίας, το αφεντικό της εταιρείας στο Ludlow θα ζητήσει από τον κυβερνήτη του Colorado να στείλει την Εθνική Φρουρά, για να λύσει την απεργία
γ. Ο ήρωας Louis Tikas (Ηλίας Σπαντιδάκης)
Αρχηγός της επιτροπής αγώνα των απεργών ήταν ένας Έλληνας, ο Louis Tikas. Το πραγματικό του όνομα ήταν Ηλίας Σπαντιδάκης και ήταν απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Είχε αλλάξει το όνομά του, όπως έκαναν πολλοί μετανάστες την εποχή εκείνη για να αποφύγει το ρατσισμό. Επόπτευε, όπου μπορούσε, τις συνθήκες εργασίας των μεταναστών, για να μη πέφτουν θύματα αισχρής εκμετάλλευσης. Ο Τίκας ήταν ένας φτωχός μετανάστης που κουβαλούσε μέσα του, ένα πνεύμα αντίστασης στην αδικία έχοντας ζήσει στο πετσί του, τον τουρκικό ζυγό, πίσω στη πατρίδα του τη Κρήτη. Στις 21 Απριλίου 1914, μία μέρα μετά το Πάσχα, οι μετανάστες βλέπουν ξαφνικά τους στρατιώτες να οχυρώνονται και να παίρνουν θέσεις μάχης και να ανοίγουν πυρ με πολυβόλα. Ο Louis Tikas με απαράμιλλο θάρρος προσπάθησε να πλησιάσει τους επιτιθέμενους ζητώντας να δει τον επικεφαλής της εθνοφρουράς, ανεμίζοντας με το χέρι του ένα λευκό πανί. Όμως εκείνοι θα τον πυροβολήσουν και θα τον σκοτώσουν εν ψυχρώ.
Μέχρι το βράδυ είχαν ισοπεδωθεί και καεί όλες οι σκηνές.Θα ακολουθήσει πλιάτσικο από τους στρατιώτες. Μόλις οι απεργοί των άλλων ανθρακορυχείων από γειτονικές πόλεις έμαθαν τα τεκταινόμενα στο Ludlow, τους έπιασε μεγάλος θυμός για τον άδικο χαμό των συναδέλφων τους και θα ξεσπάσει η χειρότερη εργατική σύρραξη στην ιστορία των ΗΠΑ, με πολλούς νεκρούς και που θα κρατήσει για δέκα μέρες. Πόλεμος κανονικός, με ένα μέτωπο που επεκτεινόταν 60 χλμ. Τραγικός απολογισμός, 200 νεκροί μετανάστες. Ανάμεσά τους 2 γυναίκες και 11 παιδιά. Το πτώμα του Louis Tikas παρέμεινε πεταμένο επί τρείς ημέρες δίπλα στις γραμμές του τρένου και σε κοινή θέα των περαστικών επιβατών. Ο στρατός δεν επέτρεπε σε κανέναν να το παραλάβει για να το θάψει. Τα γεγονότα του Colorado, ενεργοποίησαν την κοινή γνώμη της Αμερικής και συνέβαλαν αποφασιστικά στον τερματισμό των σκληρών και ληστρικών συνθηκών εργασίας όλων των μεταναστών στα ανθρακωρυχεία.
δ. ο “φιλάνθρωπος” και “ευεργέτης” John D. Rockefeller
Για την ιστορία να αναφέρουμε πως ο ιδιοκτήτης των ορυχείων αυτών ήταν ο γνωστός σε όλους μας και πολυδισεκατομμυριούχος John D. Rockefeller, ο κατ’ εξοχήν εκφραστής του σκληρού αμερικάνικου καπιταλισμού. Μετά από 14 μήνες απεργίας, ο Rockefeller προτιμά να συνεχίσει να τους κλέβει και να μην ικανοποιήσει τα δίκαια αιτήματά τους. Ένας Rockefeller, που είχε στη τσέπη του όλο το αμερικάνικο σύστημα και χρήμα, δε θα λυπηθεί και δε θα υποχωρήσει μπροστά στους εξαθλιωμένους μετανάστες.
Ο μετανάστης Louis Tikas ξεχάστηκε. Το ίδιο και οι υπόλοιποι νεκροί, όπως και το ίδιο το συμβάν ακόμη. Είναι εξ άλλου γνωστό ότι την ιστορία τη γράφουν οι νικητές, γιατί την εικόνα που συγκράτησαν όλοι για τον Rockefeller ήταν ενός καλοσυνάτου ευεργέτη και καλοστεκούμενου ηλικιωμένου, με κομψό καπέλο, που είχε τις τσέπες του πάντα γεμάτες με δεκάρες και που κάθε φορά που τον πλησίαζε ένα παιδάκι, του έδινε 10 σεντς για να αγοράσει καραμέλες…
Όσο για τον αθώο και αδικοχαμένο Louis Tikas, αυτόν τον ήρωα της ξενιτιάς που αγωνίστηκε και θυσιάστηκε για να ζουν οι μετανάστες σαν άνθρωποι και όχι σαν σκλάβοι, έμεινε μόνο ο πόνος της μάνας του και των δικών του, πίσω στη πατρίδα . . .
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)