Σάββατο 27 Απριλίου 2013

Δευτέρα 22 Απριλίου 2013

Ο ΜΟΝΑΧΟΣ ΙΩΣΗΦ


Η φωτογραφία του μοναχού Ιωσήφ Αγιωρίτη, έχει κάνει το γύρο του κόσμου. Είναι ο μοναχός που κάθε φορά που κάποιο αεροσκάφος της Πολεμικής Αεροπορίας περνά πάνω από την Χερσόνησο του Άθωνα, «αναγκάζει» τους πιλότους να πετάξουν χαμηλά για να τον χαιρετίσουν.
Ο μοναχός των πιλότων

Ο μοναχός λοιπόν, βγαίνει στην άκρη του βουνού και με μια τεράστια σημαία, πότε ελληνική και πότε βυζαντινή, τους χαιρετά και με το δικό του τρόπο τιμά την αποστολή τους.
Πως προέκυψε η ιστορία; Χρόνια πριν, ο Ιωσήφ βρέθηκε στην Σκύρο για ένα τοπικό πανηγύρι. Εκεί επισκέφθηκε την αεροπορική βάση. Ένας από τους πιλότους των μαχητικών τον αναγνώρισε. Ήταν ο καλόγερος στο μικρό κελί σε μια από τις κορυφές του Άθωνα πάνω από ένα «σημείο στροφής» όπως λέγεται στη γλώσσα της αεροπορίας.
Μετά την γνωριμία αυτή, ο ιπτάμενος κάθε φορά που περνούσε από το σημείο φρόντιζε να μειώνει το ύψος του χαιρετώντας με τον τρόπο του το μοναχό, κι εκείνος από την γη έκανε το ίδιο κουνώντας τα χέρια. Μέχρι που μια μέρα ο μοναχός Ιωσήφ, πήρε μια τεράστια ελληνική σημαία. Ο χαιρετισμός πήρε άλλη χροιά.


Ο μοναχός την κυμάτιζε όσο πιο περήφανα και πανηγυρικά μπορούσε και ο πιλότος, σαν να υποκλινόταν στην Γαλανόλευκη έκανε μια χαμηλή διέλευση δίπλα ανταποδίδοντας την τιμή. Η ιστορία του καλόγερου με τη σημαία διαδόθηκε σχεδόν αστραπιαία μεταξύ των χειριστών της Πολεμικής Αεροπορίας και ο ένας μετά τον άλλο, κάθε φορά που η αποστολή τους ήταν στην περιοχή, περνούσε για να χαιρετήσει τον καλόγερο.
Οι πρώτες φωτογραφίες άρχισαν ήδη να κυκλοφορούν και μέσω του διαδικτύου. 




Σάββατο 20 Απριλίου 2013












Λούης Τίκας



O Έλληνας Λούης Τίκας που τα έβαλε με τον Ροκφέλερ και έπεσε νεκρός..
Σας θυμίζει τίποτα το όνομα Λούης Τίκας (Louis Tikas); Αν όχι, μήπως το όνομα Ηλίας Σπαντιδάκης; Προφανώς όχι. Η νεότερη ελληνική ιστορία δεν καταδέχεται ν' ασχοληθεί με «ρετάλια» που ηγήθηκαν λούστρων και ανθρακωρύχων. Προτιμά στρατηγούς ή πρωθυπουργούς κι ας μην διέθεταν αυτοί ούτε μια σπίθα από τη φλόγα που έκαιγε στην ψυχή απλών ανθρώπων σαν τον Λούη.

Με τον τίτλο Ξεχασμένοι Ήρωες… ΕΚΤΑΚΤΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ μια πραγματικά εξαιρετική δουλειά  απο τα 24 γράμμματα μεταξύ άλλων ξεχώρισα αυτή την "άγνωστη " ιστορία ενος Ελληνα που αγωνίστηκε για τους μετανάστες..
Οι Έλληνες στα ανθρακωρυχεία των ΗΠΑ (αρχές 1900).
Οι πρώτοι Έλληνες μετανάστες στις ΗΠΑ (γύρω στα 1900) αναλάμβαναν πολύ βαριές δουλειές και με χαμηλά μεροκάματα. Η αγωνία για επιβίωση εύκολα μετατρεπόταν σε πανικό κι ο Έλληνας μετανάστης έπασχε να βρει μια δουλειά, οποιαδήποτε δουλειά, σε οποιοδήποτε σημείο της Αμερικής που θα του εξασφάλιζε ένα σταθερό, έστω και μικρό μεροκάματο. Χωρίς αμφιβολία, οι πιο άτυχοι μετανάστες ήταν εκείνοι που αναγκάζονταν να δουλέψουν στα ανθρακωρυχεία. Οι μετανάστες αυτοί, στην πλειονότητά τους ήταν πρώην αγρότες. Εργάζονταν πολύ σκληρά και μόνιμα στο σκοτάδι με ελάχιστο φωτισμό από λυχνίες πετρελαίου.


Πληρώνονταν με κάρβουνο και κουπόνια, αντί για χρήματα 

Την εποχή εκείνη, οι ανθρακωρύχοι δεν πληρωνόντουσαν με χρηματικό 
μεροκάματο, αλλά ανάλογα με την ποσότητα του κάρβουνου που έβγαζαν από τη γη. Στο τέλος της βάρδιας, οι επιστάτες ζύγιζαν το κάρβουνο και ανάλογα πλήρωναν τους εργάτες. Οι επιστάτες όμως, τους κλέβανε στο ζύγισμα. Για τις μέρες που οι εργάτες έπρεπε να δουλέψουν για να επεκτείνουν τις γραμμές των ειδικών βαγονιών που μετέφεραν το κάρβουνο ή για το χρόνο που δούλευαν κόβοντας ξυλεία για να στηρίξουν τις οροφές των λαγουμιών, δεν ελάμβαναν πληρωμή. Όσοι μετανάστες διαμαρτύρονταν ή ζητούσαν έλεγχο των ζυγαριών, απολύονταν αμέσως. Η ληστεία σε βάρος των μεταναστών αυτών δεν σταματούσε εκεί, καθώς πολλές φορές, δεν τους πλήρωναν με χρήματα, αλλά με scrip. Τα σκριπ ήταν κουπόνια της εταιρείας, σχεδόν άχρηστα στην ελεύθερη αγορά. Έτσι, οι εργάτες ήταν υποχρεωμένοι να ψωνίζουν με scrip μόνο από καταστήματα της εταιρείας, η οποία κοστολογούσε τα πάντα με 25% πιο ακριβά από την ελεύθερη αγορά, αναγκάζοντάς τους με αυτό το τρόπο να επιστρέφουν πίσω στην εταιρεία το φτωχικό εισόδημά τους. Οι μετανάστες, είχαν ανάγκη από χρήματα και όχι κουπόνια για να στέλνουν πίσω στις πατρίδες τους, ώστε να θρέψουν τα παιδιά τους. Δημιουργήθηκε μεγάλη δυσαρέσκεια και οι επιστάτες άρχισαν εσκεμμένα να ανακατεύουν σε κάθε ομάδα βάρδιας, μετανάστες από διαφορετικές εθνικότητες για να μην μπορούν να συνεννοούνται μεταξύ τους και οργανώσουν καμιά απεργία.

β. Οι Έλληνες ανθρακωρύχοι απεργούν η απεργία του Ludlow

Το 1913 θα δημιουργηθεί σε ορυχείο του Ludlow του Colorado ένα συνδικάτο και θα προσέλθουν σ’ αυτό όλοι οι Έλληνες μετανάστες ανθρακωρύχοι και σύντομα θα οργανώσουν την πρώτη απεργία. Συνολικά θα απεργήσουν 11.000 μετανάστες, εκ των οποίων οι περισσότεροι Έλληνες, Ιταλοί και Σέρβοι, απαιτώντας καλύτερες συνθήκες εργασίας, να πληρώνονται σε αληθινά χρήματα και όχι σε σκριπ, έλεγχο στις ζυγαριές και να εφαρμοστεί επιτέλους ο νέος νόμος της Αμερικής που όριζε ότι η εργάσιμη μέρα αποτελείται από 8 ώρες. Η εταιρεία θα απορρίψει όλα τα αιτήματα και θα διώξει από τις παράγκες και τα χαμόσπιτα της εταιρείας όλους τους απεργούς. Η εταιρεία θεώρησε πως εύκολα θα τους λυγίσει, μιας και οι οικογένειες των μεταναστών πετάχτηκαν στους αγρούς χωρίς στέγη πάνω απ’ το κεφάλι τους.Ο χειμώνας του Colorado είναι εξ άλλου πολύ βαρύς, πόσο θ΄ άντεχαν . . .Οι μετανάστες όμως δεν πτοήθηκαν, μετακόμισαν έξω στην ύπαιθρο σε χιλιάδες σκηνές και συνέχισαν την απεργία τους, ερχόμενοι πολλές φορές σε αψιμαχίες με απεργοσπάστες. Παρά το βαρύ χειμώνα και τις κακουχίες, οι απεργοί θα αντέξουν έξω στις σκηνές για 14 ολόκληρους μήνες.Η εταιρεία, θέλοντας να κάνει τη ζωή των απεργών όσο πιό δύσκολη γινόταν, προσέλαβε ελεύθερους σκοπευτές, κάτι ρεμάλια του υποκόσμου, οι οποίοι τις νύχτες, πυροβολούσαν πάνω στις σκηνές, σκορπίζοντας τον τρόμο. Οι ανθρακωρύχοι θα αναγκαστούν να σκάψουν μεγάλες τρύπες κάτω από τις σκηνές τους και εκεί να χώνονται για να προφυλάσσονται από τις σφαίρες. Καθώς η κατάσταση αγρίευε, άρχισαν να εξοπλίζονται και οι απεργοί.Μετά από 14 μήνες απεργίας, το αφεντικό της εταιρείας στο Ludlow θα ζητήσει από τον κυβερνήτη του Colorado να στείλει την Εθνική Φρουρά, για να λύσει την απεργία


γ. Ο ήρωας Louis Tikas (Ηλίας Σπαντιδάκης) 

Αρχηγός της επιτροπής αγώνα των απεργών ήταν ένας Έλληνας, ο Louis Tikas. Το πραγματικό του όνομα ήταν Ηλίας Σπαντιδάκης και ήταν απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Είχε αλλάξει το όνομά του, όπως έκαναν πολλοί μετανάστες την εποχή εκείνη για να αποφύγει το ρατσισμό. Επόπτευε, όπου μπορούσε, τις συνθήκες εργασίας των μεταναστών, για να μη πέφτουν θύματα αισχρής εκμετάλλευσης. Ο Τίκας ήταν ένας φτωχός μετανάστης που κουβαλούσε μέσα του, ένα πνεύμα αντίστασης στην αδικία έχοντας ζήσει στο πετσί του, τον τουρκικό ζυγό, πίσω στη πατρίδα του τη Κρήτη. Στις 21 Απριλίου 1914, μία μέρα μετά το Πάσχα, οι μετανάστες βλέπουν ξαφνικά τους στρατιώτες να οχυρώνονται και να παίρνουν θέσεις μάχης και να ανοίγουν πυρ με πολυβόλα. Ο Louis Tikas με απαράμιλλο θάρρος προσπάθησε να πλησιάσει τους επιτιθέμενους ζητώντας να δει τον επικεφαλής της εθνοφρουράς, ανεμίζοντας με το χέρι του ένα λευκό πανί. Όμως εκείνοι θα τον πυροβολήσουν και θα τον σκοτώσουν εν ψυχρώ.
Μέχρι το βράδυ είχαν ισοπεδωθεί και καεί όλες οι σκηνές.
Θα ακολουθήσει πλιάτσικο από τους στρατιώτες. Μόλις οι απεργοί των άλλων ανθρακορυχείων από γειτονικές πόλεις έμαθαν τα τεκταινόμενα στο Ludlow, τους έπιασε μεγάλος θυμός για τον άδικο χαμό των συναδέλφων τους και θα ξεσπάσει η χειρότερη εργατική σύρραξη στην ιστορία των ΗΠΑ, με πολλούς νεκρούς και που θα κρατήσει για δέκα μέρες. Πόλεμος κανονικός, με ένα μέτωπο που επεκτεινόταν 60 χλμ. Τραγικός απολογισμός, 200 νεκροί μετανάστες. Ανάμεσά τους 2 γυναίκες και 11 παιδιά. Το πτώμα του Louis Tikas παρέμεινε πεταμένο επί τρείς ημέρες δίπλα στις γραμμές του τρένου και σε κοινή θέα των περαστικών επιβατών. Ο στρατός δεν επέτρεπε σε κανέναν να το παραλάβει για να το θάψει. Τα γεγονότα του Colorado, ενεργοποίησαν την κοινή γνώμη της Αμερικής και συνέβαλαν αποφασιστικά στον τερματισμό των σκληρών και ληστρικών συνθηκών εργασίας όλων των μεταναστών στα ανθρακωρυχεία.



δ. ο “φιλάνθρωπος” και “ευεργέτης” John D. Rockefeller


Για την ιστορία να αναφέρουμε πως ο ιδιοκτήτης των ορυχείων αυτών ήταν ο γνωστός σε όλους μας και πολυδισεκατομμυριούχος John D. Rockefeller, ο κατ’ εξοχήν εκφραστής του σκληρού αμερικάνικου καπιταλισμού. Μετά από 14 μήνες απεργίας, ο Rockefeller προτιμά να συνεχίσει να τους κλέβει και να μην ικανοποιήσει τα δίκαια αιτήματά τους. Ένας Rockefeller, που είχε στη τσέπη του όλο το αμερικάνικο σύστημα και χρήμα, δε θα λυπηθεί και δε θα υποχωρήσει μπροστά στους εξαθλιωμένους μετανάστες.


Ο μετανάστης Louis Tikas ξεχάστηκε. Το ίδιο και οι υπόλοιποι νεκροί, όπως και το ίδιο το συμβάν ακόμη. Είναι εξ άλλου γνωστό ότι την ιστορία τη γράφουν οι νικητές, γιατί την εικόνα που συγκράτησαν όλοι για τον Rockefeller ήταν ενός καλοσυνάτου ευεργέτη και καλοστεκούμενου ηλικιωμένου, με κομψό καπέλο, που είχε τις τσέπες του πάντα γεμάτες με δεκάρες και που κάθε φορά που τον πλησίαζε ένα παιδάκι, του έδινε 10 σεντς για να αγοράσει καραμέλες…


Όσο για τον αθώο και αδικοχαμένο Louis Tikas, αυτόν τον ήρωα της ξενιτιάς που αγωνίστηκε και θυσιάστηκε για να ζουν οι μετανάστες σαν άνθρωποι και όχι σαν σκλάβοι, έμεινε μόνο ο πόνος της μάνας του και των δικών του, πίσω στη πατρίδα . . .


Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΟΦΑΛΟΣ



Δημήτρης Τόφαλος: ο Ολυμπιονίκης αρσιβαρίστας, ο Κατάσκοπος, ο Πατριώτης, ο Μετανάστης, ο παλαιστής του κατς (νίκησε πάνω από 2000 αντιπάλους), ο Δάσκαλος του Λόντου, ο ερωτευμένος, ο άνθρωπος…
ακολουθεί ολόκληρη η αυτοβιογραφία του Ολυμπιονίκη Δημήτρη Τόφαλου (1884 – 1966), όπως τη δημοσίευσε η εφημερίδα “εμπρός” το 1953
Ποιος δεν είχε ακούσει, από εμάς τους παλιότερους, στα νιάτα μας, “μην τρως πολύ παιδάκι μου, θα γίνεις σαν τον Τόφαλο…” ή “έγινες Τόφαλος…”
Πόσοι, όμως, γνωρίζουν σήμερα ποιος ήταν αυτός ο Τόφαλος, ο Δημήτρης Τόφαλος.


Ας ξεκινήσουμε από το τέλος την ιστορία μας.


Στις 15 Νοεμβρίου 1966 ο Δημήτρης Τόφαλος έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 82 ετών από πνευμονικό 
οίδημα και με 251 μετάλλια στη συλλογή του, κυρίως από την ελευθέρα πάλη, όχι την Ολυμπιακή, αλλά το λεγόμενο κατς.
Όταν ήταν μικρός, ο Τόφαλος, που γεννήθηκε στην Πάτρα, έπαιζε με τα βαγόνια του τρένου, όπου δοκίμαζε τη δύναμη του σηκώνοντας τις ράγες. Δεν άργησε να έρθει το ατύχημα.
Ένα από τα βαγόνια, σχεδόν του έκοψε το χέρι και οι γιατροί θέλησαν να προβούν άμεσα σε ακρωτηριασμό, ώστε να σώσουν τη ζωή του νεαρού Δημητράκη.
Ο πατέρας του αντέδρασε, δεν το επέτρεψε και τελικά δικαιώθηκε. Το τραύμα του επουλώθηκε, μετά την αποθεραπεία αλλά άφησε κατά τι κοντύτερο το λαβωμένο χέρι του σε σχέση με το άλλο.
Το γεγονός δεν επηρέασε τον γιγαντόσωμο Τόφαλο που αργότερα ξεκίνησε προπονήσεις στην άρση βαρών.
Το 1906 επιλέχθηκε να μετάσχει στην λεγόμενη «Μεσοολυμπιάδα» της Αθήνας, που ποτέ δεν έλαβε τελικά Ολυμπιακή αρίθμηση.
Από τις προπονήσεις των αθλητών φάνηκε ότι κύριος αντίπαλος του θα ήταν ο Αυστριακός Γιόζεφ Στάινμπαχ, με σπουδαίο παρελθόν στο άθλημα.
Στο ξεκίνημα του αγώνα, που έγινε στο κέντρο του Παναθηναικού σταδίου, ο Στάινμπαχ δέχθηκε παρατήρηση από τους κριτές για χρήση άλλης τεχνικής.
Έφερνε πρώτα τη μπάρα μέχρι τη μέση και από εκεί με μία δεύτερη κίνηση στους ώμους. Έπρεπε η μπάρα να πηγαίνει απευθείας στους ώμους. Ο Αυστριακός αναγκάστηκε να συμμορφωθεί αλλά τελικά να χάσει τον αγώνα.
Ο Δημήτρης Τόφαλος εν μέσω αποθέωσης σήκωσε 142.4 κιλά ενώ ο Στάινμπαχ 136.5κ. Τρίτος κατετάγη ο Γάλλος Αλεξάντρ Μασπολί με 129.5κ.
Ο Σταινμπαχ ήταν τρομερά απογοητευμένος και από τα νεύρα του, μόλις ο αγώνας ολοκληρώθηκε, πήγε στην μπάρα με τα 142.4 κιλά και τη σήκωσε εύκολα και πετυχημένα με το δικό του στιλ.
Οι θεατές τον αποδοκίμασαν έντονα, επειδή θεώρησαν ότι πήγε να κλέψει τη νίκη από τον Τόφαλο. Ο Έλληνας πρωταθλητής μετανάστευσε στις ΗΠΑ και το 1921 απέκτησε την αμερικανική υπηκοότητα. Μετείχε σε πάμπολλους αγώνες κατς όπου είχε πολλές επιτυχίες λόγω της φοβερής δύναμης του.
Στη συνέχεια υπήρξε προπονητής του περίφημου παλαιστή, επίσης του κάτς, του Τζιμ Λόντου.
www.sport.gr

ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΤΟΦΑΛΟΥ ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΕΜΠΡΟΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΗ ΤΟ 1953 ΜΕ ΤΙΤΛΟ «ΤΟΦΑΛΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ» (24grammata.com)


Ο κ. Δημήτριος Τόφαλος απέστειλεν εκ Πατρών προς τον συντάκτην μας κ. Διον. Αβραμόπουλον την κατωτέρω επιστολήν:


Αγαπητέ μου κ. Αβραμόπουλε,
Με μεγάλη μου χαρά δέχτηκα την πρότασι σου προκειμένου να δώσω κατ’ αποκλειστικότητα στο αγαπητό «Εμπρός» ολόκληρη τη βιογραφία μου. Τούτο με συγκινεί δια δύο κυρίως λόγους:Πρώτον γιατί με το «Εμπρός» με συνδέουν δεσμοί από την εποχή των Εθνικών μας αγώνων με τον αείμνηστον Δημ. Καλαποθάκην επι κεφαλής, και δεύτερον γιατί για πρώτη φορά ελληνική εφημερίς θα γράψη την αληθινή ιστορία μου.
Βεβαιώσου, ότι όσα κατά καιρούς εγράφησαν, και εγράφησαν πολλά, δεν έχουν καμία, απολύτως καμία, σχέσι με τον Τόφαλον.
Ο Ελληνικός λαός, και ιδιαιτέρως ο φίλαθλος κόσμος της πατρίδος μου, τώρα θα μάθη τα πραγματικά γεγονότα και τα αληθινά περιστατικά που συνέθεσαν την περιπετειώδη δράσιν μου.
Είμαι σήμερον 70 χρονών. Εγνώρισα, προτού ακόμη γίνω Ολυμπιονίκης, πολλές συγκινήσεις στη ζωή μου. Γύρισα όλον τον κόσμο. Από την Ευρώπη, τη Μ. Ανατολή, την Ασία, τις Ινδίες, την Κίνα, την Ιαπωνία και κατέληξα στην Αμερική. Όλα μου τα χρόνια-που είναι και σχεδόν τα τρία τέταρτα του αιώνος- τα πέρασα μέσα από συγκινήσεις, από δόξες, από τιμές και από συνεχείς εθνικούς αγώνας για την Ελλάδα μας.
Όλα σχεδόν είναι άγνωστα.
Χαίρω ιδιαιτέρως γιατί το «Εμπρός» ανέλαβε αυτήν την πρωτοβουλίαν. Θα κάνη δύο μεγάλα καλά. Σε μένα που με την ευκαιρία αυτή θα μου θυμίση μια ολόκληρη ζωή και στον Ελληνικό λαό που θα πληροφορηθή τώρα πολλά ενδιαφέροντα πράγματα που είναι τόσο συνδεδεμένα με την ιστορία της φυλής μας.
Σου σφίγγω θερμά το χέρι και εύχομαι να επιτύχης στο έργο σου πουναι και δικό μου έργο.


Με αγάπη
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΟΦΑΛΟΣ
Ολυμπιονίκης


Δεν ξαίρω, αλλά αισθάνομαι σήμερα μια ιδιαίτερη χαρά και συγκίνησι. Ασφαλώς αυτό οφείλεται στο ότι μου δίδεται η ευκαιρία να γνωρίσω τον Τόφαλο στον κόσμο που δεν τον ξαίρει. Πιστεύω πως έχετε ακούσει για αυτό το όνομα. Ίσως από τον πατέρα σας, τον αδελφό σας, το φίλο σας, το συγγενή σας…
Εν τούτοις είμαι υποχρεωμένος να συστηθώ:Ονομάζομαι Δημήτριος Τόφαλος και όπως λέει η ιστορία του αθλητισμού υπήρξα Ολυμπιονίκης στος Ολυμπιακούς αγώνας του 1906 όταν σήκωσα στο Παναθηναϊκό Στάδιο σε ηλικία 22 ετών, 142 κιλά. Οι παλαιότεροι θα θυμούνται με συγκίνησι εκείνη την αλησμόνητη εποχή των ειρηνικών αγώνων του στίβου. Τότε που αδελφωμένοι έστελναν τους αθλητάς τους στο Παναθηναϊκό Στάδιο για να ζήσουν στον τόπο που γεννήθηκε και εμεγαλούργησε η Ολυμπιακή ιδέα.
Όμως αυτό δεν αρκεί. Θα πρέπει να σημειώσω ιδιαιτέρως ότι από τότε πέρασαν σχεδόν πενήντα χρόνια. Πενήντα ολόκληρα χρόνια που αντιπροσωπεύουν τη γενιά που βρίσκεται στο τέλος της ακμής της.


Από τότε και εγώ λείπω από την αγαπημένη μου πατρίδα. Γύρισα όλον τον κόσμο. Κολακεύομαι να πιστεύω πως λίγοι πατριώτες μας ταξίδεψαν τόσο πολύ όσον εγώ. Στην αρχή στα Βαλκάνια, ύστερα στην Ευρώπη, στη Μέση Ανατολή, στην Αφρική, την Ασία, την Κίνα, τις Ινδίες, τα νησιά της Άπω Ανατολής, την Ιαπωνία και τέλος εκεί που καταλήγουν οι περισσότεροι μετανάστες: Στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Θυμάμαι προτού αναχωρήσω για το πρώτο ταξίδι μου στο εξωτερικό με κάλεσε ο αείμνηστος Κωνσταντίνος στα ανάκτορα. Ήταν ακόμη Διάδοχος:«Άκουσε Τόφαλε, μου πε. Εκεί που θα πας πρέπει να δοξάσης το Ελληνικό όνομα. Πρέπει να τιμήσης την πατρίδα σου. Και να θυμάσαι ότι είσαι Έλλην. Αυτό να μη το ξεχάσης ποτέ…».
«Σας υπόσχομαι Υψηλότατε» του απήντησα και κατέβηκα από τα ανάκτορα με τα μάτια πλημμυρισμένα από δάκρυα. Μισός αιώνας πέρασε! Πιστεύω πως εξετέλεσα την αποστολή μου και ελάμπρυνα το Ελληνικό όνομα στα πέρατα του κόσμου.


Στην αρχή πάλαιψα σκληρά για να επιβληθώ. Από το αγώνισμα της άρσεως βαρών ακολούθησα την πάλη. Και κάποτε έγινα επαγγελματίας αθλητής. Δεν σας κρύβω πως η δίψα της δόξας και του χρήματος με τραβούσαν. Έλαβα μέρος σε μεγάλα Ιπποδρόμια και σε θιάσους ποικιλιών από τους καλύτερους του κόσμου. Αλήθεια πόσο σκληρά ήσαν τ’ αγωνίσματα που έκανα!…
Στον Νέον Κόσμον ωλοκλήρωσα τη σταδιοδρομία μου. Εκεί γνώρισα τον Χρήστο Θεοφίλου από το Κουτσοπόδι του Άργους. Ήταν βοηθός σερβιτόρου σ’ ένα ρεστωράν του Αγ. Φραγκίσκου στην Καλλιφόρνια. Με υπερηφάνεια εξομολογούμαι ότι εγώ εδημιούργησα τον σιδερένιον Τζιμ Λόντον. Πιστεύω και το πιστεύει και ο ίδιος πως χάρις σε μένα κέρδισε την αδαμαντοκόλλητη ζώνη του πρωτοπαλαιστού του κόσμου.


Αργότερα ή και λίγο πριν έφυγα με εμπιστευτικές αποστολές στην Τουρκία και την Ιταλία. Ήταν η εποχή που το ηφαίστειο του πολέμου ήταν έτοιμο να εκραγή στην Ευρώπη. Εχρησιμοποίησα τ’ όνομα μου και το επάγγελμα μου για κατασκοπεία. Το Γενικόν Επιτελείον μου αναγνώρισε τις υπηρεσίες μου κι εγώ πρέπει ναμαι υπερήφανος γι’ αυτό.
Η ζωή μου στην Ευρώπη και την Αμερική πλημμύρισε από ένα σωρό νίκες. Δεν είναι περίεργο αν σας πω ότι ενίκησα δύο χιλιάδες αντιπάλους μου. Το πιο περίεργο όμως είναι πως νικήθηκα μόνο από τρεις…
Κάποτε ερωτεύθηκα. Η αγαπημένη μου ήταν στην εποχή της πρωταγωνίστρια του Ελληνικού θεάτρου. Η καρδιά μου για πρώτη φορά έννοιωσε αυτό το αλλόκοτο συναίσθημα. Ήμουνα έτοιμος να παντρευτώ. Την τελευταία στιγμή μ’ έσωσε ο αξέχαστος φίλος μου ο Γεώργιος Σουρής.


Σ’ όλα τα μέρη του κόσμου απέκτησα θαυμάστριες. Πολλές μ’ ερωτεύθηκαν. Άλλες ήλθαν από σνομπισμό. Μερικές με ζήλευαν παράφορα!… Θυμάμαι κάποτε στην Ισπανία… Μα γιατί να φτάσω κιόλας εκεί; Ασφαλώς με παρέσυραν οι αναμνήσεις…
Αναμνήσεις!… Σαν κινηματογραφική ταινία περνάνε τώρα από τη σκέψι μου όλα αυτά!…
Αναμνήσεις!… Αναμνήσεις μιας ζωής ταραγμένης εβδομήντα χρόνων. Ίσως αξίζει να τις ακούσετε…


ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΑ ΕΔΩ ΚΑΙ ΕΞΗΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ…
Βρισκόμαστε στο 1895! Η Πάτρα πουναι και η ιδιαιτέρα μου πατρίδα, ήταν τότε στην ακμή της. Το λιμάνι των Πατρών ήταν από τα πρώτα λιμάνια εξαγωγικού εμπορίου που διέθετε τότε η πατρίδα μας. Ο πατέρας μου, ο αείμνηστος Σπύρος Τόφαλος, έκανε εμπόριο με σταφίδες γιατί διέθετε φορτηγίδες και ήταν αγαπητός μεταξύ του εμπορικού κόσμου. Στο σπίτι μας, στην οδό Τζώρτζ 7, κάθε μέρα περνούσαν οι πιο καλύτεροι άνθρωποι της εποχής εκείνης. Από τη Ζάκυνθο επίσης πουταν η πατρίδα του πατέρα μου, έφταναν ταχτικώτατα και εφιλοξενούντο από το αρχοντικό μας οι πιο φημισμένες οικογένειες του αλησμόνητου εκίνου καιρού.


Αγαπούσαν πολύ τον πατέρα μου και ιδιαίτερα τη μητέρα μου γιατί υπήρξε μια από τις αρχόντισσες του τόπου μας. Καταδεχτική, γλυκομίλητη, στοργική, μάννα, αγαπημένη σύζυγος, φιλόξενη, είχε δημιούργησει συμπάθειες και στο νησί (τη Ζάκυνθο) και στη δύσκολη τότε πατραϊκή κοινωνία.
Από τα πρώτα μου χρόνια, από τότε που άρχισα να καταλαβαίνω τη ζωή, φαινόμουνα λίγο ανήσυχος, ζωηρός. Εν τούτοις ήμουνα πειθαρχικός και ήξαιρα να σέβομαι τους γονείς μου και τους καθηγητές μου. Στο σχολείο όμως είχα μια τρομερή αποστροφή:τα Λατινικά. Δεν μπορούσα να συνηθίσω το μάθημα αυτό παρ’ όλες τις φιλικές υποδείξεις και τις απειλές των δασκάλων μου. Ήμουνα πραγματικά «ντουβάρι», κι’ αυτό έγινε αφορμή να μείνω τρία χρόνια στην ίδια τάξι. Ο μακαρίτης ο σχολάρχης μου ο Κανελλόπουλος, μου φώναζε πάντα:«Είσαι ξύλο απελέκητο Τόφαλε, στα Λατινικά, όχι τρία αλλά δεκατρία χρόνια να μείνης στην ίδια τάξι Λατινικά δεν μαθαίνεις».


Εν τούτοις μ’ αγαπούσαν πολύ στο σχολείο. Οι καθηγητές μου, ο Παπαπλιάκας, ο Δριβελόπουλος, ο Στεφανίδης, ο Μπούμπας παρ’ όλον ότι με μάλωναν σχεδόν κάθε μέρα γιατί πάντοτε τσακωνόμουνα, μου έδειχναν όμως τις περισσότερες φορές στοργή και αγάπη ξεχωριστά από τ’ άλλα παιδιά.Κι αυτό εμένα μ’ ενθουσίαζε γιατί παρ’ όλον ότι ήμουνα μικρός, καταλάβαινα πως η διάκρισι εκείνη μ’ έκανε να στέκομαι λίγο πιο ψηλά από τους άλλους. Προτού ακόμα αρχίσω να φοιτώ στο Σχολαρχείο-θα ήμου- θυμάμαι, δέκα χρονών παιδί, μου συνέβη ένα σοβαρώτατο ατύχημα που ως τόσο έγινε αφορμή να γίνω αθλητής. Βρισκόμουνα στο σιδηροροδρομικό σταθμό του Αγίου Διονυσίου Πατρών. Παρακολουθούσα τους ανθρώπους που δούλευαν να ξεφορτώνουν εμπορεύματα από τα βαγόνια και να τα φορτώνουν στα κάρρα. Αυτό μ’ άρεσε γιατί από τότε κατάλαβα με πόση δυσκολία και με τι ιδρώτα δούλευαν οι άνθρωποι για να βγάλουν το ψωμί τους. Κι επειδή ο σταθμός βρισκόταν κοντά στο σπίτι μου, πήγαινα σχεδόν κάθε μέρα και χάζευα με τους αχθοφόρους και άλλοτε με την ατμομηχανή και τους μαυρισμένους από το κάρβουνο μηχανικούς.


Κάποια μέρα είχα ξεχαστή κοιτάζοντας την ατμομηχανή που έβγαζε σφυρίζοντας τα άσπρα συννεφάκια καπνού από τις ρόδες της . Σε κάποια στιγμή όμως που η η μηχανή ξεκίνησε απότομα σφυρίζοντας, αφήνιασε το άλογο ενός δίτροχου κάρρου κι ερχόταν προς το μέρος μου. Προσπάθησα να προφυλαχτώ αλλά ήταν αργά. Το φοβισμένο άλογο με το κάρρο με παρέσυραν. Έπεσα χάμω και η βαρειά ρόδα του κάρρου πέρασε πάνω από το δεξί μου χέρι και μου το συνέτριψε. Με μετέφεραν αμέσως σε μια κλινική. Οι γιατροί διεπίστωσαν ότι το χέρι μου είχε γίνει θρύψαλα.
- Άλλη διέξοδος κυρ Σπύρο, είπαν στον πατέρα μου, δεν υπάρχει παρά να κόψουμε το χέρι. Έτσι θα γλυτώσουμε τουλάχιστον το παιδί…
Όταν τ’ άκουσε ο πατέρας μου έγινε σκυλί.
- Τι λέτε; στ’ αλήθεια μου μιλάτε να κόψω το χέρι του παιδιού; Καλύτερα να πεθάνη…
Μουφεραν άλλους γιατρούς, μουφεραν γυναίκες με γιατροσόφια, η μητέρα μου, μ’ έταξε στον Άγιο Διονύσιο στη Ζάκυνθο! Φαίνεται όμως πως βοήθησε και λίγο η τύχη κι η δυνατή ιδιοσυγκρασία μου και δεν χρειάστηκε να καταφύγουμε στο χειρουργικό μαχαίρι. Απέφυγα τον κίνδυνο αλλά το χέρι μου ακόμη βρισκόταν σε άσχημη κατάστασι. Οι γιατροί μου συνέστησαν να κάνω γυμναστική και ιδιαίτερα κωπηλασία. Κάθε μέρα όταν τελείωνα τα μαθήματα μου έμπαινα σε μια βάρκα και γύριζα στον Πατραϊκό κόλπο. Αυτό με ωφέλησε καταπληκτικά. Χρησιμοποιώ τη λέξι «καταπληκτικά» γιατί ποτέ δεν φανταζόμουνα πως ένα θρυψαλιασμένο χέρι θα ήταν σε θέσι ύστερα από λίγα χρόνια να σηκώνη ογδόντα και εκατό οκάδες βάρος.


ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΜΕ ΤΑ «ΖΥΓΙΑ»
Σιγά-σιγά άρχισα ν’ ανακτώ δυνάμεις και μάλιστα προπονούμενος με δύο τρόπους: Με την κωπηλασία και μ’ έναν άλλον που τον βρήκα πολύ διασκεδαστικόν: Παρατηρούσα στις αποθήκες του πατέρα μου πως οι εργάτες σήκωναν διάφορα «ζύγια» και τα έβαζαν στις πλάστιγγες για να ζυγίζουν τα τσουβάλια της σταφίδας. Με τα ίδια «ζύγια» όταν είχαν την ώρα της αναπαύσεως έκαναν διάφορες ασκήσεις. Έβαζαν και μεταξύ τους στοιχήματα ποιος θα σηκώση το πιο βαρύ. Αυτό μου άρεσε εξαιρετικά. Και άρχισα να παίρνω και εγώ μέρος σ’ αυτές τις πρωτότυπες ασκήσεις. Σε ηλικία έντεκα χρονών κατώρθωσα να σηκώνω τα ίδια βάρη που σήκωναν οι εργάτες των τριάντα χρόνων.
- Μπράβο μουλεγαν, μπράβο Δημηράκη. Σιγά-σιγά θα μας περάσης και μας στη δύναμι…
Έτσι άρχισα να καταλαβαίνω πως είχα κάτι ξεχωριστό από τ’ άλλα παιδιά της ηλικίας μου. Κι αυτό μ’ ενθουσίαζε. Μ’ έκανε ναχω κάποιο εγωϊσμό που ασφαλώς δικαιολογείται όταν βρίσκεσαι στην ηλικία της άγουρης νιότης.


ΠΩΣ ΕΣΩΣΑ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΟΥ ΠΡΟΞΕΝΟΥ
Στο καλοκαίρι του 1895 οφείλω το πρώτο μου «ντεπουτάρισμα» στην Πάτρα. Κι αυτό συνέβη απ’ ένα τυχαίο περιστατικό που εν τούτοις μ’ έκανε πολύ λαοφιλή, προ πάντων στη λεγόμενη «καλή» Πατραϊκή κοινωνία. Κατα τις ώρες που δεν είχα διάβασμα-κι ήσαν πολύ λίγες οι ώρες της μελέτης μου- πήγαινα στη θάλασσα. Δεν ξαίρω αλλά από τότε που έσπασα το χέρι μου και μου επέβαλαν τη κωπηλασία, η θάλασσα έγινε αγαπημένη σύντροφος. Έτσι και κεινο το μεσημέρι βρισκόμουνα στη δυτική παραλία των Πατρών όπου γινόντουσαν τα λουτρά. Δεν είχε κόσμο κι η αμμουδιά ήταν έρημη. Μόνον κάπου εκεί σε μια άκρη καθόταν μια κυρία που διάβαζε κι ένα μικρό παιδάκι τριών ή τεσσάρων ετών. Έψαχνα τις πέτρες κοντά στην ακρογιαλιά να βγάλω θαλασσινά. Ξαφνικά ακούω φωνές, δυνατές φωνές:«Βοήθεια!… Βοήθεια!..» Κοίταξα προς το μέρος της κυρίας που φώναζε. Την είδα να ξεφωνίζη έντρομη και να καλή διαρκώς σε βοήθεια. Το μέρος εκείνο ήταν έρημο. Έτρεξα αμέσως κοντά της. Με αλλοφροσύνη ζωγραφισμένη στο πρόσωπο της μου έδειξε το παιδάκι που είχε παρασυρθή από τα κύματα και πνιγόταν. Δεν έχασα καιρό. Με τα ρούχα έδωσα μια βουτιά και άρπαξα το παιδάκι από τα μαλλιά. Είχε χάσει τις αισθήσεις του. Η κυρία με κοίταζε με τα μάτια πλημμυρισμένα δάκρυα. Προσπάθησα να την ησυχάσω ενώ σήκωσα το παιδί ψηλά και το κράτησα ανάποδα για να βγάλη το θαλασσινό νερό. Σε λίγα λεπτά το αγοράκι συνήλθε. Το έβαλα κάτω στην άμμο, του έκανα μερικές αναπνευστικές κινήσεις και αμέσως ζωήρεψε. Η αγωνία της κυρίας εκόπασε και με ρώτησε:
- Πως σε λένε μικρέ;
- Δημήτρη Τόφαλο, της είπα.


ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΣ
Η κυρία αυτή ήταν παιδαγωγός στο σπίτι του Γενικού Προξένου της Αγγλίας Βούδ. Ο Βρετανός διπλωμάτης, ο οποίος κατα σύμπτωσιν συνεδέετο με φιλία με τον πατέρα μου, έτρεξε την ίδια μέρα στο σπίτι μας για να βρη τον πατέρα μου και να τον ευχαριστήση για το γυιό του. Εγώ ευχαριστήθηκα πολύ για κείνο το κατόρθωμα μου το οποίον τοβρισκα πολύ αξιόλογο για την ηλικία μου.
Μετά δύο μέρες ο Άγγλος πρόξενος έκανε μια δεξίωσι στην έπαυλι του στα «Ψηλά Αλώνια». Τότε η ωραία σήμερα πλατεία των Πατρών αποτελούσε εξοχικό συνοικισμόν της Αχαϊκής πρωτευούσης. Η δεξίωσις έγινε προς τιμήν του «μικρού ήρωος» όπως με αποκαλούσε ο Βούδ ενθουσιασμένος για τον γυιό του φίλου του.


Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνο το βράδι. Ακόμη στη μνήμη μου διατηρούνται τα πλούσια φαγητά, τα πολλά φώτα, οι κύριοι με τα ψηλά καπέλλα και τα σκληρά κολλάρα, οι μουσικές, οι χοροί και ύστερα…
Ύστερα, αφού ο πρόξενος ανεκοίνωσε το κατόρθωμα μου στους προσκεκλημένους όλοι ήλθαν κοντά μου, με σήκωσαν στα χέρια τους, με φιλούσαν, μ’ αγκάλιαζαν!…
Την ώρα εκείνη η μαμά του μικρού έφερε το παιδί κοντά μου. Εκείνο τότε μου έδωσε ένα κουτί. Μέσα είχε ένα ωραίο χρυσό ρολόϊ το οποίον έγραφε:«Με την ευγνωμοσύνη μου το αφιερώνω στον Τόφαλο που μουσωσε τη ζωή». Δυστυχώς το πολύτιμο αυτό κειμήλιον μου το έκλεψαν στην Αμερική 25 χρόνια μετά το περιστατικόν του μικρού Βρεταννού.
Από την ημέρα εκείνη όλη η Πάτρα μίλαγε για το κατόρθωμα μου. Αυτό μ’ ευχαριστούσε ιδιαίτερα και μου άρεσε υπερβολικά. Συνέβη όμως και κάτι άλλο την εποχή εκείνη που μεγάλωσε τη δημοτικότητα μου. Θα το αναφέρω παρ’ όλον ότι δεν έχει και τόσο στενή συγγένεια με τη μετέπειτα εξέλιξι μου και σταδιοδρομία μου.


Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΖΑΚΥΝΘΟΥ
Στη Ζάκυνθο είχα πολλούς συγγενείς γιατί όπως είπα, αποκει κατάγονταν οι γονείς μου. Πήγα το καλοκαίρι εκείνο για να περάσω ένα μέρος των θερινών διακοπών του σχολείου μου. Θυμάμαι κάποια μέρα ότι βρισκόμουνα στην ταράτσα του οικογενειακού μας σπιτιού στην Αγία Τρίαδα παραπλεύρως από τις Φυλακές. Το σπίτι ήταν τριώροφο κι εγώ από την ταράτσα απελάμβανα το γαλανό κομμάτι του Ιονίου που εκτείνονταν με γραφική μεγαλοπρέπεια μπροστά μου.
Σε κάποια στιγμή αισθάνομαι έναν ισχυρότατον κλονισμό. Μου ήλθε ζάλη. Προτού ακόμη μπορέσω να συνέλθω νοιώθω να κλονίζωμαι από τη θέσι μου. Ακούω μια τρομακτική βοή να σφυρίζη στ’ αυτιά μου. Η γη ολόκληρη σείεται. Τα σπίτια κινούνται εδώ κι εκεί. Τα καμπαναριά των εκκλησιών γκρεμίζονταν. Μέσα σε δευτερόλεπτα τα σπίτια καταρρέουν. Τρομερός σεισμός συγκλονίζει συθέμελα το νησί. Μ’ έπιασε φρίκη. Κατεβαίνω ολοταχώς τις σκάλες του σπιτιού μας. Με σταματούν οι κραυγές των γυναικών που φωνάζουν έξαλλλες στο δρόμο. Η στιγμή ήταν φοβερή. Οι σεισμοί εξακολουθούσαν. Καταβάλλω μια υπεράνθρωπη προσπάθεια και βρίσκομαι στο δρόμο. Τώρα ακούω μαζί με τις φωνές των ανθρώπων και τα ουρλιαχτά των σκύλων. Δεν έχασα καιρό και τρέχω στον κυματοθραύστη. Μπαίνω σε μια βάρκα του θείου μου και λύνω τα σχοινιά, ανοίγω το πανί και βγαίνω στ’ ανοιχτά.
Έντρομος κοιτάζω προς το νησί. Ο ουρανός είχε μαυρίσει. Οι σκόνες απ’ τα χαλάσματα και καπνοί είχαν καλύψει την πόλι. Στην παιδική μου ψυχή σχηματίσθηκε η εντύπωσις ότι η Ζάκυνθος κατεστράφη. Με δάκρυα στα μάτια έβαλα πλώρη για την Κυλλήνη που βρίσκεται απέναντι από το νησί του Ιονίου. Με αγωνία και φόβο μαζί κατώρθωσα να αντικρύσω το αγέρωχο κάστρο της Κυλλήνης. Έφτιασα το τιμόνι και μπήκα στο τιμόνι. Κατάπληκτοι οι τελωνοφύλακες κι οι άλλοι άνθρωποι του λιμανιού έτρεξαν κοντά μου. Τους φάνηκε περίεργο πως ένα παιδί κατώρθωσε να κυβερνήση μια βάρκα με πανί μέσα στα θεόρατα κύματα του στενού της Κυλλήνης. Ακόμη και τώρα μου φαίνεται και σε μένα απίστευτο. Η αλήθεια εν τούτοις είναι έτσι όπως σας την αφηγούμαι. Τους είπα τι συνέβη στη Ζάκυνθο και περιέγραψα τι είδα προτού αναχωρήσω από το νησί. Η συγκίνησι φαινόταν στα πρόσωπα όλων. Παρεκάλεσα όμως να τηλεγραφήσουν στον πατέρα μου στην Πάτρα για να μην ανησυχή. Πράγματι τηλεγράφησαν και μαζί έστειλαν ένα λεπτομερές τηλεγράφημα στο νομάρχη Πατρών. Ο νομάρχης-ήταν τότε ο Μεσολογγίτης Παλαμάς- ετηλεγράφησε να με στείλουν στην Πάτρα με το απογευματινό τραίνο προκειμένου να δώσω πληροφορίες γιατί η επικοινωνία με τη Ζάκυνθο διεκόπη γιατί κατεστράφηκαν από το σεισμό τα καλώδια.


Το βράδι έφθασα στην Πάτρα. Χιλιάδες κόσμου είχαν κατακλύσει το σταθμό του Αγίου Ανδρέα. Οι περισσότεροι ήσαν Ζακυνθινοί. Όλοι αγωνιούσαν να με ιδούν, να με ρωτήσουν, να μάθουν για τους συγγενείς τους. Ήμουνα ο μοναδικός μάρτυρας που έφτασε τόσο γρήγορα από το κατεστραμμένο νησί. Στο σταθμό ήταν ο νομάρχης και ο πατέρας μου.
- Το νησί εχάθηκε, τους είπα. Αυτό είχε χαραχθή τότε στη ψυχή μου. Αυτή η εικόνα μουχε μείνει κι είχε εντυπωθή τόσο έντονα στη παιδική μου φαντασία.
Το άκουσαν και τρομοκρατήθηκαν. Πολλοί άρχισαν να κλαίνε. Μερικές γυναίκες λιποθύμησαν. Όλοι άρχισαν να καταλαμβανώνται από μια απέραντη θλίψι για τους δικούς τους πουχαν στο νησί.


ΠΑΛΛΑΪΚΗ ΥΠΟΔΟΧΗ
Οι αρχές τότε, μ’ επικεφαλής τον νομάρχη Παλαμά, έβαλαν μπροστά το έργο της περιθάλψεως του πληθυσμού. Το ίδιο βράδι δύο πλοία διετέθησαν για να μεταφέρουν γιατρούς, νοσοκόμους, υγειονομικό υλικό, σκηνές και τρόφιμα στους πληγέντες από τη θεομηνία.Την ώρα που έφευγαν τα καράβια για το πληγωμένο νησί ένοιωσα δυνατή ευχαρίστησι. Ήμουνα εγώ εκείνος που έγινε αφορμή να σταλούν βοήθεια σε χιλιάδες ανθρώπους. Καίτοι οι νεκροί από τους φοβερούς εκείνους σεισμούς πέρασαν τους εκατό, δε θα ξεχάσω ποτέ εκείνη την ηρωϊκή περιπέτεια που έκανε όμως ένα καλό σε μένα:Επροκάλεσε την πρώτη παλλαϊκή υποδοχή που μου έκανε ο πληθυσμός των Πατρών. Που να φαντασθώ πως το θλιβερό εκείνο γεγονός θα μουδινε το πρώτο βάπτισμα των λαϊκών εκδηλώσεων με τις οποίες τόσες μου φόρτωσε η ζωή στο μετέπειτα βίο μου.
Αλλά –και τούτο ήταν για μένα σημαντικό την εποχή εκείνη- από τότε έγινα το αγαπημένο παιδί των Πατρών.


Η ΠΡΩΤΗ ΝΙΚΗ
Προτού ακόμη τελειώσω το Σχολαρχείον διάφοροι φίλοι του πατέρα μου και ο ίδιος ο πατέρας μου, με προέτρεπαν να γυμναστώ. Είχα φτάσει πλέον στην ηλικία των 16 χρονών και η σωματική μου διάπλασι έκανε υπερβολική εντύπωσι. Ζύγιζα 80 οκάδες και αισθανόμουνα της μυϊκές μου δυνάμεις πολύ ισχυρές. Τότε –μιλάμε πάντοτε για το 1900- άρχισα να πηγαίνω στο γυμναστήριον της Γυμναστικής Εταιρίας Πατρών. Το πρώτον που μου έκανε εντύπωσι όταν μπήκα στο στίβο ήταν ο αείμνηστος πρωταθλητής Στέφανος Χριστόπουλος. Τον είδα όταν σήκωνε βάρη μέχρι 78 οκάδες και μου ήλθε ζάλη. «Είναι δυνατόν, σκέφτηκα, να σηκώνη με τόση ευκολία, τόσα βάρη;». Ήταν τότε μαζί μου ο πρόεδρος του συλλόγου Στέφανος Τζίνης και ο γυμναστής Ανδρέας Πετρουντζής. Μπροστά στα πόδια μου ήσαν τα αμφίσφαιρα που σήκωσε ο Χριστόπουλος.
- Εμπρός Τόφαλε για δοκίμασε…
Τους κοίταξα με κάποιο φόβο. Ήμουνα αγύμναστος. Είχα όμως μια δυνατή αυτοπεποίθησι και επιχείρησα. Πήρα τα αμφίσφαιρα και κατέβαλα μια υπεράνθρωπη προσπάθεια. Με κατάπληξι μου είδα τότε να σηκώνω με ευκολία το βάρος των 78 οκάδων.


Το γεγονός διεδόθη αμέσως σ’ ολόκληρο το γήπεδο. Όλοι έτραξαν να με ιδούν, να με συγχαρούν, να με ενισχύσουν…
- Μπράβο Τόφαλε, συ θα γίνης σπουδαίος αμα γυμναστής!…
Έφυγα ενθουσιασμένος από το γήπεδο. Στ’ αυτιά μου βουϊζαν οι λέξεις του Στέφανου Τζίνη:«Θα γίνης σπουδαίος αμα γυμναστής…». Αλλά γιατί να μη γυμναστώ; Εμπρός λοιπόν Τόφαλε, λέω στον εαυτό μου και ρίχνομαι με φανατισμό στην προπόνησι.
Στο μεταξύ ο γυμναστής Πετρουντζής, ο οποίος είχε σπουδάσει γυμναστική στην Αυστρία έπιασε τον πατέρα μου και τουπε:
- Κυρ Σπύρο πρέπει να βοηθήσης το Δημήτρη. Θα εξελιχθή σ’ έναν πρώτης τάξεως αθλητή…
Αλλά ο μακαρίτης ο πατέρας μου δεν είχε ποτέ αντίρρησι για τη γυμναστική.
- Να τον αναλάβης εσύ, λέει στον Πετρουντζή. Κι εγώ το βλέπω πως θα εξελιχθή, αρκεί να μη τον μπλέξουνε οι γυναίκες…


Τρεις μήνες αργότερα στο Στάδιον γινόντουσαν οι Α’ Πανελλήνιοι αγώνες του 1901. Οι ξύλινες τότε κερκίδες του Ολυμπιακού Σταδίου ήσαν γεμάτες από κόσμο. Έλαβε μέρος στο αγώνισμα άρσεως βαρών. Ο Αθηναίος γιατρός Γεώργιος Μάνεσης είχε καταρρίψει το Ολυμπιακόν ρεκόρ της Ολυμπιάδος του 1896. Σήκωσε 96 οκάδες. Το ολυμπιακόν ρεκόρ ήταν 84 οκάδες. Στους αγώνες εκείνους ήλθα δεύτερος. Ο Μάνεσης σήκωσε 96 οκάδες κι εγώ 90. Κι έτσι κι εγώ παρ’ όλον ότι ήλθα δεύτερος κατέρριψα το ρεκόρ της Ολυμπιάδος.


ΠΡΟΣΚΕΚΛΗΜΕΝΟΣ ΤΩΝ ΑΝΑΚΤΟΡΩΝ
Την εποχήν όμως εκείνην συνέβη ένα γεγονός το οποίον επέδρασε σημαντικά στη σταδιοδρομία μου. Ο νουνός μου, ο αείμνηστος στρατηγός Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, αρχηγός του Στρατιωτικού Οίκου του Βασιλέως Γεωργίου Α’ με κάλεσε στο Αυλαρχείον. Είχε ενθουσιασθή από την εξαιρετική μου επίδοσι και ήθελε να με ενισχύση ηθικώς. Με δειλία που δικαιολογούν τα δεκαέξι χρόνια της νιότης, υπέβαλα τα σέβη μου στο νουνό μου.
- Τα συγχαρητήρια μου Δημήτρη, μουπε. Είμαι ευχαριστημένος από σένα. Ελπίζω να προοδεύσης, αρκεί μόνον να μας ακούσης…
- Θα κάνω ότι μου πήτε!.
- Πρώτα θα έλθης να σε παρουσιάσω στον Διάδοχο Κωνσταντίνο που σε ζήτησε να σε ιδή. Αυτός θα σου πη τι θα κάνης…
Πράγματι σε λίγα λεπτά βρισκόμουνα στο γραφείο του Διαδόχου Κωνσταντίνου. Ο αλησμόνητος Στρατηλάτης με τράβηξε μ’ ενθουσιασμό κοντά του, μου χτύπησε τους ώμους με μεγάλη στοργή και αγάπη και μουπε:
- Νεαρέ Τόφαλε, επιθυμώ να γίνης ένας καλός αθλητής που να δοξάσης τη πατρίδα σου μια μέρα. Τα προσόντα τα έχεις. Πρέπει όμως να έχης τη θέληση και την υπομονή. Εαν πετύχης θα είναι τιμή για τον τόπο μας που του λείπουν οι αθληταί. Εαν όμως αποτύχης θα φταις εσύ…
Μου έδωσε το χέρι του. Με συγκίνησι του έδωσα το δικό μου και τουπα:
- Υψηλότατε θα καταβάλω κάθε προσπάθεια ώστε να πραγματοποιήσω αυτό που επιθυμείτε. Να είσθε βέβαιος γι’ αυτό!…


Μετά ένα χρόνο, δηλαδή το 1902, έλαβα μέρος εις τα «Σωτήρια» του Πανελληνίου Αθλητικού Συλλόγου. Οι Πανελλήνιοι αυτοί αθλητικοί αγώνες γινόντουσαν κάθε χρόνο επι τη διασώσει του Βασιλέως Γεωργίου Α’ από την δολοφονικήν απόπειραν της λεωφόρου Συγγρού το 1896 μετά τον ατυχή πόλεμον. Αι αγώνες έγιναν σ’ ένα γήπεδο κοντά στον Ποδονίφτη. Θυμάμαι ότι ο κόσμος μ’ εχειροκρότησε ενθουσιωδώς γιατί κατώρθωσα να ανυψώσω 98 οκάδες. Δεύτερος ήλθε ο Πειραιώτης Περικλής Κακούσης. Δυστυχώς ο Μάνεσης δεν έλαβε μέρος γιατί εκείνο το χρόνο πέθανε από τύφο. Η Ελλάς είχε χάσει την εποχήν εκείνην έναν αξιόλογον αθλητήν.


ΠΟΛΛΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ Μ’ ΕΡΩΤΕΥΘΗΚΑΝ
Εν τω μεταξύ τ’ όνομα μου αρχίζει να γίνεται γνωστό ανα το Πανελλήνιο. Η δημοτικότης μου, κυρίως στην Πάτρα, επηρέασε όπως ήταν φυσικό και τις γυναικείες καρδίες. Αυτό εξηγεί το φαινόμενο ότι σε κάθε αγώνα μου, ακόμη και στις προπονήσεις παρατηρείτο αθρόα συρροή γυναικών της εποχής εκείνης.
Θυμάμαι κάποια φορά στην Αθήνα έλαβα ένα γράμμα στο ξενοδοχείο μου. Εαν με βοηθάει καλά η μνήμη, η επιστολογράφος μου έλεγε:«Τοφαλάκι μου, αγαπημένο παιδί της Ελλάδος σε θαυμάζω. Η δύναμι σου με κατέπληξε μαζί με τις χιλιάδες των θαυμαστών σου. Θα ήθελα πολύ να μου χάριζες τ’ όνομα σου και τα νειάτα σου. Δεν είμαι κανένα μωρό για να μην ξαίρω τι λέω. Είμαι δεσποινίς αυστηρών αρχών και οι γονείς μου πολύ θα ήθελαν να γινόταν κάτι σοβαρό μεταξύ μας… Κάθε βράδι σε βλέπω στον ύπνο μου και δεν ησυχάζω!… Παίρνω τότε μια άμαξα και πηγαίνω έναν περίπατο μέχρι τη Κηφισιά…
Εαν αποφασίσης να δεχτής τη πρότασι μου, έλα να με ζητήσης από τους γονείς μου κι εκείνοι πολύ ευχαρίστως θα δεχθούν…»
Το κωμικότερο όμως σ’ αυτήν την υπόθεσι είναι ότι η «υποψήφια» ήταν 45 χρονών γεροντοκόρη και… σχιζοφρενής. Αυτό μου το ‘πε ένας φίλος μου αθλητής στον οποίον είχε στείλει η ιδία παρόμοια επιστολή.


Εν τούτοις, οι… ερωτικές επιθέσεις των κοριτσιών της ηλικίας μου επληθύνοντο κάθε μέρα, χωρίς ναταν δυνατόν οι εκδηλώσεις να προχωρήσουν πέραν των τυπικών φιλοφρονήσεων που απαιτούσε το κοινωνικόν πνεύμα της εποχής εκείνης.
Με αυτές τις προϋποθέσεις γινόμουνα παντού δεκτός μ’ εξαιρετικές… φιλοφρονήσεις. Οι αλησμόνητοι φίλοι μου και συμμμαθηταί μου: ο Γιάννης Αλατσίτος, ο Νίκος Γερακάρης, ο Κίμων και Σοφοκλής Κόλλας, ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο Φώτης Παλαιολόγου, ο Γ. Θεοδωρόπουλος, ο Α. Στεφανόπουλος μου εξέφραζαν πάντοτε τον ενθουσιασμό τους και με ενίσχυαν ηθικώς στις προπονήσεις μου.


Το 1904 έλαβα μέρος στους Β’ Πανελληνίους αγώνες. Το Παναθηναϊκόν Στάδιον ήτο πλημμηρισμένο κόσμο. Την εποχή εκείνη ο αθλητισμός του στίβου έπαιρνε μια ρομαντική μεγαλοπρέπεια. Αποτελούσε το μεγαλύτερο κοσμικόν γεγονός γιατί συγκεντρώνονταν πολύς κόσμος και ιδιαίτερα έκαναν την εμφάνισιν τους οι κοσμικές Αθηναίες και οι κύριοι της αριστοκρατίας. Οι Βασιλείς και τα περισσότερα μέλη της Βασιλικής Οικογενείας ήσαν πάντοτε μεταξύ των πρώτων θεατών και των ενθουσιωδών φιλάθλων του Σταδίου.
Στους αγώνες του 1904 εδημιούργησα ένα καινούργιο παγκόσμιο ρεκόρ. Σήκωσα βάρος 111 οκάδων. Το γεγονός χαιρετίστηκε τότε από τις χιλιάδες των θαυμαστών μου μ’ εξαιρετικόν ενθουσιαμό. Από τότε εσχηματίσθηκε η πεποίθησις πως στους Ολυμπιακούς του 1906 που θα ετελούντο στην Αθήνα θα εξασφάλιζα οπωσδήποτε την πρώτην Ολυμπιακήν νίκην. Ο Βασιλεύς Γεώργιος Α’ όταν είδε ν’ ανυψώνω 111 οκάδες είπε χαριτολογώντας στον νουνό μου Παπαδιαμαντόπουλο που καθόταν δίπλα του:
- Στρατηγέ ο βαφτιστικός σου έκανε τρεις άσσους!….


ΠΡΟ ΤΟΥ ΔΙΑΔΟΧΟΥ
Την άλλη μέρα με ειδοποίησαν απ’ το Αυλαρχείο. Ο νουνός μου Παπαδιαμαντόπουλος αφού με συνεχάρη με παρουσίασε και πάλιν στον Διάδοχο Κωνσταντίνο. Αυτή τη φορά ήμουν πολύ ευχαριστημένος και δεν εδείλιασα όταν βρέθηκα μπροστά στον Διάδοχο. Το πλατύ γέλιο του αείμνηστου Βασιλέως μου έδωσε θάρρος. Με συνεκίνησε η καταδεκτικότης του κι ενθουσιάστηκα για το ενδιαφέρον του για τον αθλητισμό. Όταν με είδε να μπαίνω στο γραφείο του σηκώθηκε όρθιος. Ήρθε κοντά μου και μου έσφιξε το χέρι με μεγάλη εγκαρδιότητα.
- Είσαι νεαρός ακόμη Τόφαλε, μουπε. Εν τούτοις ξαίρεις να κρατάς το λόγο σου. Η επίδοσις σου ήταν θαυμασία, αλλά τώρα χρειάζεται μεγαλύτερη προπόνησις και πιο εντατική. Όπως έχεις μάθει προετοιμαζόμαστε για τους Ολυμπιακούς αγώνας και η Ελλάς θα πρέπει να πάρη περισσότερα βραβεία απ’ ότι πήρε στους Α’ Ολυμπιακούς. Λόγοι εθνικοί το επιβάλλουν περισσότερο αυτή τη φορά!…
- Πιστεύω στο Θεό Υψηλότατε, κι έχω πεποίθησι στον εαυτόν μου. Να μείνετε ήσυχος ότι θα κάνω ακόμη και το υπεράνθρωπο.
- Μπράβο Τόφαλε! Να πας στο καλό και να μην εγκαταλείψης την προπόνησι….
Ο ενθουσιασμός ήταν χαραγμένος στο πρόσωπο μου την ώρα που αποχαιρετούσα τον αείμνηστον Κωνσταντίνον. Ο νουνός μου, ο στρατηγός Παπαδιαμαντόπουλος, με κατευώδωσε πλημμυρισμένος χαρά. Ο αγαθός εκείνος άνθρωπος ένοιωθε πως ήμουνα παιδί του. Και υπερηφανευόταν για μένα… Αλλά κι εγώ αισθανόμουνα υπερηφάνεια γιατί μέσα στο παλάτι γινόταν τόση συζήτησι για μένα και για την σταδιοδρομία μου.


Ο ΥΠΟΔΟΥΛΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
Βρισκόμαστε πάντοτε στην εποχή που ο υπόδουλος Ελληνισμός εστέναζε κάτω από την Τουρκικήν τυραννίαν. Γι’ αυτό στείλτε τον Τόφαλον καλύτερα παρά δέκα πρεσβευτάς…».


Με αυτό το πνεύμα οι πατριώτες μας της σκλαβωμένης Σμύρνης έγραψαν στον πρόεδρο της Γυμναστικής Εταιρίας Πατρών Στέφανον Τζίνην.
- Άκουσε Δημήτρη, μου λέει ο υπέροχος εκείνος φίλαθλος. Στη Σμύρνη τελούνται οι Πανιώνιοι αθλητικοί αγώνες. Πρέπει να ενισχύσωμε την εθνική ψυχή των σκλαβωμένων πληθυσμών της Σμύρνης. Αυτός είναι ο κυριώτερος σκοπός των αγώνων. Με την ευκαιρίαν αυτήν θα γίνη μια μεγάλη εκδρομή με πολλούς διακεκριμένους συμπατριώτας μας από την Πάτρα και την Αθήνα. Προετοιμάσου λοιπόν γιατί σ’ ένα μήνα θα λάβωμε μέρος σε μια μεγάλη εθνική εξόρμησι…


ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΣΜΥΡΝΗΝ
Πράγματι τον Μαϊον του 1904, με πρωτοβουλία του «Ομίλου Εκδρομών Αθηνών» επραγματοποιήθη το αλησμόνητο εκείνο ταξίδι. Οι ψυχές των ταξιδιωτών που πήγαιναν να ενθαρρύνουν τον υπόδουλο Ελληνισμό επάλλοντο από ενθουσιασμό και ιερή συγκίνησι. Μαζί μας στο πλοίο ήταν ο πρύτανις Σπύρος Λάμπρου, ο αείμνηστος Μυστριώτης, ο Γεώργιος Σουρής, ο Κορομηλάς, ο Γεώργιος Πωπ, ο Ανδρέας Νικολάρος, ο Σπανδωνής, ο Τίμος Μωραϊτίνης κι ένα σωρό άλλοι εκπρόσωποι των γραμμάτων και της κοινωνικής ζωής. Πολλές κυρίες επίσης της καλυτέρας κοινωνίας των Αθηνών έλαβον μέρος εις την εθνικήν εκείνην αποστολήν. Ολόκληρο το καράβι εδονείτο από παλμόν εθνικής εξάρσεως, ενώ διασχίζαμε τα γαλανά νερά του Αιγαίου με πλώρη την ελληνική Σμύρνη.
Είναι αδύνατο εδώ να περιγραφή η συγκίνησις όλων μας την ώρα που το πλοίον έμπαινε στο λιμάνι της Σμύρνης. Πολλοί από τους εκδρομείς έκλαιγαν. Άλλοι κοίταζαν με νοσταλγία την όμορφη μεγαλόπολι. Οι καρδιές ωστόσο των επιβατών σκιρτούσαν, γιατί σε λίγο θα ήσαν κοντά στους σκλάβους αδελφούς μας.


ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΑΙ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ
Στην προκυμαία χιλιάδες Έλληνες είχαν συγκεντρωθή για να υποδεχθούν τους ελεύθερους πατριώτες τους. Την ώρα που κατεβαίναμε από το πλοίο και αποβιβαζόμαστε στο κρηπίδωμα αι εκδηλώσεις των Σμυρναίων έφθασαν στο κατακόρυφο. Με δάκρυα στα μάτια μας υπεδέχοντο. Μας αγκάλιαζαν, μας φιλούσαν με λυγμούς, μας έδιναν λουλούδια, γλυκά… Οι Τούρκοι αστυνομικοί έβλεπαν τις εκδηλώσεις του ελληνικού πληθυσμού με κάποια έκδηλη χαιρεκακία, αλλά δεν μπορούσαν να κάμουν τίποτα. Ούτε είχαν τη διάθεσι ν’ αντιδράσουν μπροστά σε κείνον τον χείμαρρον των πατριωτικών αισθημάτων που πλημμύρισε την προκυμαίαν της Σμύρνης.


Εις το στάδιον Μπουρνόβα έλαβαν χώραν οι αγώνες. Πολλοί Έλληνες αθληταί έλαβον μέρος. Κυρίως συμμετείχαν πολλοί αθληταί εκ Μικράς Ασίας. Οι αγώνες άρχισαν με επισημότητα, δεδομένου ότι παρευρέθησαν και οι τουρκικές πολιτικές και στρατιωτικές αρχές. Μεταξύ αυτών την πρωτοκαθεδρίαν είχε ο Βαλής του Αϊδινίου, ο περιώνυμος Εβραιοκύπριος Τούρκος Κιαμήλ πασάς, ο οποίος αργότερα ως γνωστόν, έπαιξε πρωτεύοντα ρόλον εις την πολιτικήν ζωήν της Τουρκίας. Εις τούτον οι διευθύνοντες τον «Πανιώνιον Γυμναστικόν Σύλλογον» είπον ότι οι Έλληνες αθληταί έρχονται μ’ επι κεφαλής ένα κολοσσόν. «Πρόκειται, του είπον, για τον Τόφαλον…».
- Ναι, κάτι έχω ακούσει γι’ αυτόν, τον νέον, είπε ο πονηρός Τούρκος.
- Είναι φαινόμενον ανθρώπου του λέει ο πρόεδρος του Πανιωνίου συλλόγου. Θα τον ιδήτε, εξοχώτατε, και θα απορήσετε, πως είναι δυνατόν να υπάρχη άνθρωπος με τέτοια τεράστια μυϊκή δύναμι…
- Θα τον ιδούμε, απάντησε με διπλωματική ευστροφία ο δαιμόνιος εκείνος Τούρκος.όνωσις του εθνικού φρονήματος ήταν από τις πρώτες επιδιώξεις του έθνους. Οι αθλητικοί σύλλογοι και οι παράγοντες του αθλητισμού είχαν κινητοποιηθή προς την κατεύθυνσιν αυτήν. Και πρέπει να σημειωθή εδώ ότι την αλησμόνητη εκείνη περίοδο ο αθλητισμός προσέφερε σπουδαίας εθνικάς υπηρεσίας στον τόπο. Παραλλήλως η αθλητική ιδέα κυριαρχούσε σ’ όλα τα πράγματα της Ελληνικής κοινωνίας κι αποτελούσε το κυριώτερο συστατικό όλων των κοινωνικών, εθνικών και εκπολιτιστικών τάσεων.
Δεν θα ξεχάσω τις αλεπάλληλες εκκλήσεις των υπόδουλων αδελφών μας της Σμύρνης, της Κύπρου και της Κωνσταντινουπόλεως. «Στείλτε αθλητάς να τονώσουμε τα σκλαβωμένα αδέρφια μας» έγραφαν καθημερινώς. «Στείλ


Εκείνην την στιγμήν τρεις αχθοφόροι μετέφεραν, καταβάλλοντες υπεράνθρωπες προσπάθειες, το αμφίσφαιρον εις το μέσον του Σταδίου και προ του κυβερνήτου Κιαμήλ, ο οποίος με μεγάλη δυσπιστία άκουγε ότι του έλεγαν. Έξυπνος όμως ο μακαρίτης πρόεδρος του Πανιωνίου Αλέκος Φωτιάδης πήρε μαζί του τον διακεκριμένον φίλαθλον Δημήτριον Δάλαν και πλησίασαν και πάλιν τον Κιαμήλ πασά.
- Εντός ολίγου, του είπαν, ο νεαρός Έλλην Τόφαλος θα σηκώση στον αέρα αυτό το κολοσσιαίο βάρος που το μετέφεραν τρεις εργάτες.
Ο Κιαμήλ τους κοίταξε με απορία και ευγένεια και με προσποιητή ευχαρίστησι τους είπε:
- Βρε τζάνεμ αφού τρεις χαμάληδες δεν μπορούν να σηκώσουν αυτές τις μπάλλες θα μπορέση ο δικός σας;
- Θα μπορέση…
- Μακάρι, φίλοι μου!…
Οι αγώνες άρχισαν. Το στάδιον Μπουρνόβα στην Σμύρνη, που είχε πλημμυρίσει από Έλληνας, εσείετο από τας ουρανομήκεις εκδηλώσεις. Ο Φωτιάδης και ο Δάλας ήλθαν στα αποδυτήρια να μου αναγγείλουν τι υπεσχέθηκαν στον Τούρκο πασά.
- Είναι ανάγκη, μου είπαν, να σηκώσης αυτό το βάρος. Λόγοι εθνικής υπερηφανείας επιβάλλουν να δείξωμε στους Τούρκους ποιοι είμαστε και τι αξίζουμε.