Κυριακή 26 Μαΐου 2013
Πέμπτη 23 Μαΐου 2013
Σάββατο 11 Μαΐου 2013
Κάθε χρόνο, τη δεύτερη Κυριακή του Μαΐου γιορτάζουν οι μητέρες όλου του κόσμου και τα ανθοπωλεία κάνουν χρυσές δουλειές. Ωστόσο πολλά χρόνια πριν, η γιορτή είχε διαφορετικό νόημα και η γυναίκα που την καθιέρωσε πέθανε πολεμώντας την ίδια την έμπνευσή της.
Πίσω στο 1908, η Ανα Τζαρβις, μία ακτιβίστρια από την Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ, σε μία προσπάθεια να τιμήσει την μνήμη της μητέρας της, ξεκίνησε μία εκστρατεία προκειμένου να καθιερωθεί η μέρα της μητέρας ως επίσημη γιορτή.
Η Τζάρβις έχασε τη μητέρα της το 1905 και καθώς δεν είχε η ίδια παντρευτεί ή αποκτήσει παιδιά ένιωσε την ανάγκη να τιμήσει τη μνήμη της.
Η εκστρατεία που έκανε το 1908 για την καθιέρωση της γιορτής είχε μεγάλη απήχηση και στις 10 Μαΐου εκείνης της χρονιάς, εκατοντάδες οικογένειες συγκεντρώθηκαν στο Γκράφτον, τη γενέτειρα της Τζάνις σε μία εκκλησία που αργότερα μετονομάστηκε «Διεθνής Ναός της Μητέρας» καθώς και σε άλλες πόλεις για να υποστηρίξουν την κίνηση της.
Τελικά η ιδέα της Τζάρβις έγινε δεκτή με ενθουσιασμό και το 1914 καθιερώθηκε επίσημα ως γιορτή της Μητέρας η δεύτερη Κυριακή του Μαΐου και μάλιστα τα πρώτα χρόνια ήταν επίσημη αργία, ενώ ακόμα και οι ευγενείς έδιναν στους υπηρέτες τους άδεια προκειμένου να περάσουν την μέρα με τις μητέρες τους.
Ωστόσο με τα χρόνια η γιορτή πήρε άλλη τροπή και έχασε τον παραδοσιακό της χαρακτήρα. Γύρω στο 1920, η Τζάρβις εξοργισμένη από την διεθνή εμπορευματοποίηση της γιορτής και μαζί με την αδελφή της Ελσινόρη ξεκίνησαν νέα εκστρατεία προκειμένου να καταργήσουν την «εμποροπανύγηρη» στην οποία είχε εξελιχθεί το αρχικό τους όραμα και συνελήφθησαν αρκετές φορές για την προσπάθεια τους αυτή.
Οπως χαρακτηριστικά δήλωνε η Τζάρβις «το να στέλνεις τυπωμένες κάρτες στη γιορτή της μητέρας δείχνει ότι είσαι πολύ τεμπέλης για να γράψεις ένα γράμμα στη γυναίκα που έκανε για σένα περισσότερα απ' όσα οποιοσδήποτε άλλος άνθρωπος στον κόσμο» ενώ για τα γλυκά και τα σοκολατάκια δήλωνε ότι το θεωρούσε τελείως υποκριτικό, αφού τα περισσότερα εν τέλει τα έτρωγε ο ίδιος ο αποστολέας.
Ωστόσο ο πόλεμος που κήρυξε η Ανα Τζαρβις στη γιορτή που η ίδια εμπνεύστηκε δεν έφερε αποτέλεσμα και η ίδια πέθανε το 1948 πάμφτωχη και με άνοια σε κάποιο σανατόριο.
Πέμπτη 9 Μαΐου 2013
ΚΛΕΦΤΙΚΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Με αφορμή την επέτειο της 25ης Μαρτίου......
με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε.
«Ποτάμι, για λιγόστεψε, ποτάμι, γύρνα πίσω,
για να περάσω αντίπερα, στα κλέφτικα λημέρια,
πο' 'χουν οι κλέφτες σύνοδο κι όλοι οι καπεταναίοι».
Τον Κίτσο τόνε πιάσανε και παν' να τον κρεμάσουν.
Χίλοι τον παν' από μπροστά και δυό χιλιάδες πίσω,
κι ολοξοπίσω πάγαινεν η δόλια του η μανούλα.
«Κίτσο μου, πού είναι τ' άρματα, πού τα 'χεις τα τσαπράζια,
τις πέντε αράδες τα κουμπιά τα φλωροκαπνισμένα;»
«Μάνα λωλή, μάνα τρελή, μάνα ξεμυαλισμένη,
μάνα, δεν κλαίς τα νιάτα μου, δεν κλαίς τη λεβεντιά μου,
μον' κλαίς τα 'ρημα τ' άρματα, τα 'ρημα τα τσαπράζια;»
Ένας αϊτός περήφανος(Κλέφτικο Δημοτικό)
Ένας αϊτός περήφανος, ένας αϊτός λεβέντης
από την περηφάνεια του κι’ από τη λεβεντιά του,
δεν πάει τα κατώμερα να καλοξεχειμάση,
μον’μένει απάνω 'ς τα βουνά, ψηλά 'ς τα κορφοβούνια.
Κ’ έρρηξε χιόνια 'ς τα βουνά και κρούσταλλα 'ς τους κάμπους,
εμάργωσαν τα νύχια του κ' επέσαν τα φτερά του.
Κι' αγνάντιο βγήκε κ' έκατσε, 'ς ένα ψηλό λιθάρι,
και με τον ήλιο μάλωνε και με τον ήλιο λέει.
"Ήλιε, για δε βαρείς κ' εδώ 'ς τούτη την αποσκιούρα,
να λειώσουνε τα κρούσταλλα, να λειώσουνε τα χιόνια,
να γίνη μια άνοιξη καλή, να γίνη καλοκαίρι,
να ζεσταθούν τα νύχια μου, να γιάνουν τα φτερά μου,
να ρθούνε τάλλα τα πουλιά και τάλλα μου ταδέρφια.
ΚΛΕΦΤΙΚΟ, ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ
Κλέφτικα τραγούδια
Τα κλέφτικα τραγούδια γράφτηκαν κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, όταν πολλοί Έλληνες αρνούμενοι να ζουν κάτω από τον Τουρκικό ζυγό, έφευγαν στα βουνά για να ζήσουν ελεύθεροι. Εκεί συγκροτούσαν τα ένοπλα σώματα των κλεφτών, τα οποία έκαναν επιθέσεις εναντίον των Τούρκων. Από τα κλέφτικα τραγούδια αντλούμε πολλές φορές πληροφορίες για τις συνθήκες ζωής και τους αγώνες των κλεφτών.
Στα κλέφτικα τραγούδια οι ήρωες δεν ξεπερνούν σχεδόν ποτέ τα συνηθισμένα ανθρώπινα μέτρα και δεν μπορούν να νικήσουν χιλιάδες εχθρούς. Ο αγώνας τους εναντίον των Τούρκων ήταν άνισος ωστόσο αυτοί περιφρονούσαν τους κινδύνους και δεν υποτάσσονταν στις δυσκολίες, έδειχναν ιδιαίτερη παλικαριά.Σ' αυτό το κλέφτικο τραγούδι αναδεικνύεται ο αγώνας της εθνικής αποκατάστασης μαζί με τα αιτήματα της κοινωνικής δικαιοσύνης και του σεβασμού των ατομικών δικαιωμάτων.
Ενότητα 1η: Η συμβουλή της μάνας
(Βασίλη ………..να δουλέψουν)
Το κλέφτικο τραγούδι μας μεταφέρει στην ιστορικοκοινωνική πραγματικότητα των προεπαναστατικών χρόνων.
Μια μάνα, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, από αγάπη και φροντίδα για το γιο της, τον Βασίλη, του προτείνει να κάτσει φρόνιμα: δηλαδή να μην κάνει κάτι παράτολμο, να λειτουργήσει με βάση τη λογική, να κάτσει σπίτι του, να γίνει νοικοκύρης και να επιλέξει την γεωργική και κτηνοτροφική ζωή που του εξασφαλίζει ηρεμία και οικονομική άνεση.
Η μητέρα απευθύνεται στο γιο της σε β πρόσωπο . Η ζωή που περιγράφει η μητέρα στο γιο της φαίνεται μια όμορφη ζωή με ανέσεις και ηρεμία αλλά αποσιωπάται ένα σημαντικό στοιχείο: η έλλειψη ελευθερίας
Ενότητα 2η: Η απόφαση του Βασίλη να γίνει κλέφτης
(Μάνα μου……… Αρβανίτες)
Ο Βασίλης είναι ένας κοινός άνθρωπος αλλά το ιδανικό της ελεύθερης ζωής και η βαθιά αίσθηση της αξιοπρέπειας τον οδηγούν να απαρνηθεί την βολεμένη ζωή του υπόδουλου και να διαλέξει την επικίνδυνη αλλά ελεύθερη ζωή των κλεφτών.Ο Βασίλης απαντά κατηγορηματικά ότι δεν πρόκειται να κάτσει φρόνιμα για να αποκτήσει όλα όσα του ανέφερε η μητέρα του και να συμβιβαστεί με μια υπόδουλη ζωή. Στο λόγο του επαναλαμβάνει κάποια από τα λόγια της μάνας του και λέει ότι δεν δέχεται να είναι σκλάβος των Τούρκων ή των Ελλήνων που συνεργάζονταν με τους Τούρκους και εκμεταλλεύονταν τους συμπατριώτες τους. Στα λόγια του διακρίνουμε προμηνύματα του απελευθερωτικού αγώνα του 1821.
Ο Βασίλης ανακοινώνει την απόφαση του ,που είναι να γίνει κλέφτης και να φύγει στα βουνά. Μάλιστα ζητά από την ίδια τη μητέρα του αν του δώσει τα όπλα του ώστε να την κάνει να συμμετέχει και αυτή στην απόφαση του. Η παρομοίωση «να πεταχτώ σαν το πουλί» φανερώνει τη δίψα του Βασίλη για ελευθερία. Ο Βασίλης αισθάνεται την ανάγκη να βαδίζει ελεύθερα αλλά αυτό δεν του αρκεί: θέλει να κάνει και πόλεμο εναντίον των κατακτητών: δηλώνεται η ανδρεία και η γενναιότητα του. Η πορεία του προς τα βουνά περιγράφεται πολύ γλαφυρά και παραστατικά. Ηκλιμάκωση και το ασύνδετοπαρουσιάζουν την πορεία του Βασίλη προς την κλεφτουριά, την ανάληψη δράσης και την έναρξη του αγώνα κατά των Τούρκων. Ο Βασίλης παρουσιάζεται: αξιοπρεπής, ασυμβίβαστος, αποφασιστικός, υπερήφανος, λάτρης της ελευθερίας, γενναίος, τολμηρός, αγωνιστής, άξιος συνεχιστής των προγόνων του.
Ενότητα 3η : Η πραγματοποίηση της απόφασης του Βασίλη
(Πουρνό……παλικάρι)
Ο Βασίλης αποχαιρετά τη μητέρα του η οποία δεν κάνει καμιά προσπάθεια να τον μεταπείσει και αποδέχεται την απόφαση του. Ο Βασίλης φτάνει στον προορισμό του και μιλά με τα στοιχεία της φύσης που τον υποδέχονται στην καινούρια του ζωή. Ο Βασίλης χαίρεται που είναι πια ελεύθερος και τα προσωποποιημέναστοιχεία της φύσης τον καλοδέχονται και τον επαινούν.
Στιχουργική- γλώσσα
Το τραγούδι έχει όλα τα τυπικά γνωρίσματα των δημοτικών τραγουδιών.Ο στίχος είναι ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος, ανομοιοκατάληκτος και χωρίζεται σε δύο ημιστίχια. Κάθε στίχος έχει ολοκληρωμένο νόημα. Η γλώσσα είναι απλή, λαϊκή, δημοτική, κυριαρχούν οι ρηματικοί τύποι, απουσιάζουν τα επίθετα και υπάρχουν ιδιωματικές λέξεις( γένεις, κοπέλια, σουρίξω, γιατάκια). Υπάρχει παρατακτική σύνδεση, εκφραστική λιτότητα, προσωποποίηση και συνομιλία με τη φύση.
Ύφος : ζωντανό, παραστατικό, γρήγορο, (διάλογος, ενεστώτας), συγκινητικό (όταν η μάνα τον συμβουλεύει), ηρωικό (όταν η κλεφτουριά τον υποδέχεται).
Του Κίτσου η μάνα (Κλέφτικο Δημοτικό)
Του Κίτσου η μάνα κάθουνταν στην άκρη στο ποτάμιμε το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε.
«Ποτάμι, για λιγόστεψε, ποτάμι, γύρνα πίσω,
για να περάσω αντίπερα, στα κλέφτικα λημέρια,
πο' 'χουν οι κλέφτες σύνοδο κι όλοι οι καπεταναίοι».
Τον Κίτσο τόνε πιάσανε και παν' να τον κρεμάσουν.
Χίλοι τον παν' από μπροστά και δυό χιλιάδες πίσω,
κι ολοξοπίσω πάγαινεν η δόλια του η μανούλα.
«Κίτσο μου, πού είναι τ' άρματα, πού τα 'χεις τα τσαπράζια,
τις πέντε αράδες τα κουμπιά τα φλωροκαπνισμένα;»
«Μάνα λωλή, μάνα τρελή, μάνα ξεμυαλισμένη,
μάνα, δεν κλαίς τα νιάτα μου, δεν κλαίς τη λεβεντιά μου,
μον' κλαίς τα 'ρημα τ' άρματα, τα 'ρημα τα τσαπράζια;»
Ένας αϊτός περήφανος(Κλέφτικο Δημοτικό)
από την περηφάνεια του κι’ από τη λεβεντιά του,
δεν πάει τα κατώμερα να καλοξεχειμάση,
μον’μένει απάνω 'ς τα βουνά, ψηλά 'ς τα κορφοβούνια.
Κ’ έρρηξε χιόνια 'ς τα βουνά και κρούσταλλα 'ς τους κάμπους,
εμάργωσαν τα νύχια του κ' επέσαν τα φτερά του.
Κι' αγνάντιο βγήκε κ' έκατσε, 'ς ένα ψηλό λιθάρι,
και με τον ήλιο μάλωνε και με τον ήλιο λέει.
"Ήλιε, για δε βαρείς κ' εδώ 'ς τούτη την αποσκιούρα,
να λειώσουνε τα κρούσταλλα, να λειώσουνε τα χιόνια,
να γίνη μια άνοιξη καλή, να γίνη καλοκαίρι,
να ζεσταθούν τα νύχια μου, να γιάνουν τα φτερά μου,
να ρθούνε τάλλα τα πουλιά και τάλλα μου ταδέρφια.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)